-
1 δρυοπαγὴς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυοπαγὴς
См. также в других словарях:
κεδροπαγής — κεδροπαγής, ές (Α) κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου, κέδρινος («σανίδες κεδροπαγεῑς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + παγής (< πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»), πρβλ. δρυο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek