Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παγκρατεῖς

См. также в других словарях:

  • παγκρατεῖς — παγκρατής all powerful masc/fem acc pl παγκρατής all powerful masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατής — παγκρατής, ές (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού Διός, τής Ήρας, τού Απόλλωνος, τής Αθηνάς αλλά και για πρόσ. ή για τη μοίρα ή για πράγματα) παντοδύναμος, πανίσχυρος 2. φρ. «παγκρατεῑς ἕδραι» ο παντοδύναμος βασιλικός θρόνος τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»