-
1 ἁλιευτικός
-
2 ἁλιευτικός
ἁλιευτικός, zum Fischen gehörig; Fischerkahn -
3 κάλαμος
κάλαμος, ὁ (vgl. καλάμη), das Rohr; καλάμου εἶχον τὰς ὀροφὰς αἱ οἰκίαι Her. 5, 101; καλάμου ἓν γόνυ πλοῖον ἕκαστον ποιέεται 3, 99; Folgde; ἐκάϑευδον ἐπὶ στιβάδων, ἃς αὐτοὶ συνεφόρουν τοῦ παρὰ τὸν Εὐρώταν πεφυκότος καλάμου Plut. Lyc. 16. Bei Xen. An. 1, 5, 1 neben ὕλη, übh. rohrartiges Gewächs. – Es wurde gebraucht, 1) zur Rohrflöte, Rohrpfeife; σὺν καλάμοιο βοᾷ Pind. N. 5, 38; μολπὰ πρὸς κάλαμον Ol. 11, 88; ὁ κηροδέτας κ. Πανός Eur. I. T. 1126; Theophr.; – auch zum Stege der Lyra, Soph. frg. 34 bei Schol. Ar. Ran. 235. – 2) zum Schreiben, Schreibrohr, das die Stelle unserer Schreibfeder vertrat, Themist.; κάλαμοι γραφεῖς Poll. 10, 61. – 3) Angelruthe; Theocr. 21, 43; Luc. D. Mort. 27, 9; ἁλιευτικός Arist. part. an. 4, 12; – auch Leimruthe, s. die compp. – 4) Meßruthe, auch ein bestimmtes Maaß, 62/3 πήχεις, Sp. – 5) Rohrpfeil, zu dem man das nicht hohle, inwendig mit Mark angefüllte Rohr brauchte, κάλαμος ναστός u. μεστοκάλαμος. – 6) ein Zeichen, eine Marke, auf die man Getreide bekam, Byz., s. καλαμηφορέω. – 7) Rohrdach, Hesych. – 81 bei Hedyl. 6 (VI, 292) scheinen ληρῶν χρύσεοι οἱ κάλαμοι Streifen oder ein ähnlicher Zierrath am Kleide zu sein.
См. также в других словарях:
ἁλιευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιευτικός — ή, ό (Α ἁλιευτικός, ή, όν) [ἁλιεύω] 1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι’ αυτό, ο ψαράδικος 2. το θηλ. ως ουσ. η αλιευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ψαρέματος, η ψαρική νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αλιευτικό μηχανοκίνητο συνήθως πλοιάριο… … Dictionary of Greek
αλιευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλιεία ή στον ψαρά: Τα αλιευτικά σύνεργα είναι σήμερα πολλά. 2. το θηλ. ως ουσ., η αλιευτική η τέχνη του ψαρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁλιευτικά — ἁλιευτικός of neut nom/voc/acc pl ἁλιευτικά̱ , ἁλιευτικός of fem nom/voc/acc dual ἁλιευτικά̱ , ἁλιευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικῶν — ἁλιευτικός of fem gen pl ἁλιευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικόν — ἁλιευτικός of masc acc sg ἁλιευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικαῖς — ἁλιευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικοῖς — ἁλιευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικοί — ἁλιευτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικοῦ — ἁλιευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευτικούς — ἁλιευτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)