Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κῶπαι

См. также в других словарях:

  • Κῶπαι — Κώπαι fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώπαι — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, η οποία μνημονεύεται στον Όμηρο. Περιλαμβάνεται στις πόλεις οι οποίες πήραν μέρος στην εκστρατεία της Τροίας. Η πόλη ήταν χτισμένη πάνω σε λόφο στη βόρεια όχθη της μεγάλης βοιωτικής λίμνης Κωπαΐδας. Φαίνεται ότι η πόλη… …   Dictionary of Greek

  • κῶπαι — κώπη handle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώπαι — κώπᾱͅ , κώπη handle fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωπέων — Κώπαι fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωπῶν — Κώπαι fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώπαις — Κώπαι fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώπαισι — Κώπαι fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώπῃσι — Κώπαι fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώπῃσιν — Κώπαι fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφωτήρ — ῆρος, ὁ, Α (σε γλωσσάριο) «μεθ οὗ δεσμοῡνται αἱ κῶπαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < στροφοῦμαι + επίθημα τήρ (πρβλ. στρω τήρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»