-
1 πάντοσε
πάντοσεevery way: indeclform (adverb) -
2 πάντοσε
πάντοσε, Adv.A every way, in all directions,π. ἐποίχεσθαι Il.5.508
;φοιτᾶν 12.266
;παπταίνειν 13.649
, etc.; cf. ἔϊσος: in Prose, X.An.7.2.23, HG7.4.4, Arist.de An. 413a29: c. gen.,π. θειλοπέδων AP9.668.10
(Marian.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάντοσε
-
3 πάντοσε
πάντοσε: on every side, in every direction; πάντοσ' ἐίσην, denoting a circular form.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πάντοσε
-
4 πάντοσ'
πάντοσε, πάντοσεevery way: indeclform (adverb) -
5 παπταίνω
A look about one with a sharp, searching glance,πάντοσε παπταίνων, ὥς τ' αἰετός Il.17.674
;δεινὸν π., αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς Od.11.608
, cf. Il.13.551, etc.;πάντοσε παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεί Od. 22.380
;πάπταινε καὶ φρόντιζε A.Pr. 1034
;μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114
: folld. by a relat. clause,πάντοσε παπταίνων, μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ Il.13.649
, cf. A.Pr. 336; πάπτηνεν δὲ ἕκαστος, ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον looked about [to see] how.., Il.16.283;πάπτηνεν.., εἴ τις ἔτ' ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Od.22.381
: with Preps.,ἀμφὶ ἓ παπτήνας Il.4.497
, 15.574; ; ;π... κατὰ στίχας 17.84
;πάντῃ π. πρὸς πέτρην Od.12.233
;πάντοσε π. ποτὶ τοίχους 22.24
; π. μεθ' ὁμήλικας look wistfully after his comrades, Hes.Op. 444;πρὸς αὐγάς Parm.15
;εἴσω τῆσδε π. πύλης S.Aj.11
;ἐς γάμον ἄλλης π. AP 7.700
(Diod.): also in later Prose,π. περὶ εὕρεσιν Onos.3.2
;ἐπὶ θάτερα Plu.Pomp.71
;πρός τινα Id.Ant.37
.II c. acc., look round for, look after,παπταίνων ἥρωα Μαχάονα Il.4.200
;π. Αἴαντα μέγαν 17.115
;π. τὰ πόρσω Pi.P.3.22
;τὰ μακρά Id.I.7(6).44
; παπτάναις ([dialect] Aeol. [tense] aor. 1 part.) ἀρίγνωτον πέδιλον having set eyes on.., Id.P.4.95;εἱρεσίαν ἀδάητον ἔτ' ὄθμασι Hymn.Is.157
; τὸν δ' ἀγρίοις ὄσσοισι π. glaring at him, S.Ant. 1231.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παπταίνω
-
6 δαιδάλλω
A work cunningly, embellish,σάκος.. πάντοσε δαιδάλλων Il.18.479
;λέχος ἔξεον.. δαιδάλλων χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἠδ' ἐλέφαντι Od.23.200
; of a painter or sculptor, Opp.C.1.335, IG14.967:—[voice] Pass., to be spotted, marked,σφραγῖσι Opp.C.1.324
.2 metaph.,δ. πόλιν εὐανορίαισι Pi.O.5.21
;δ. ἔπεσιν Id.Parth.2.32
:—[voice] Pass.,δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι μῦθοι Id.O.1.29
; πλοῦτος ἀρεταῖς δεδ. ib.2.53;[μέλη] δαιδαλθέντ' ἀοιδαῖς Id.N.11.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαιδάλλω
-
7 δινεύω
Aδινεύεσκον Il.24.12
), but [tense] aor. part.δινεύσας A.R.3.310
:—also [full] δῑνέω, A.Th. 462: [tense] impf. ἐδίνεον, [dialect] Ep.δίνεον Il.18.494
, Od.9.384: [tense] aor.ἐδίνησα Il.23.840
, A. Th. 490: [dialect] Aeol. [full] δίννημι Sapph.1.11:—[voice] Med. (v. περιδ-):—[voice] Pass.,δινεύομαι Arat.455
, Opp.H.1.376: [tense] aor.ἐδινήθην Od.22.85
(as v. l.), E. Rh. 353 (lyr.): [tense] pf. δεδίνημαι ([etym.] ἀμφι-) Il.23.562: also [tense] impf. or [tense] plpf. δίνηντο from δίνημι, B.16.107.—Poet. Verbs, also in X. and Pl. and later Prose (v. infr.): ([etym.] δίνη):—whirl, spin round, ἧκε δὲ δινήσας [τὸν σόλον] after whirling it, Il.23.840; ζεύγεα δινεύοντες driving them round a circle, 18.543; μοχλὸν ἑλόντες δινέομεν twirled the stake round in the Cyclops' eye, Od.9.388;δ. πτέρα Sapph.1.11
; ἵππους, [ἀσπίδα], A.Th. 462, 490; (lyr.):—[voice] Pass., whirl, roll about,ὄσσε.. πάντοσε δινείσθην Il.17.680
; κάππεσε δινηθείς v.l. for ἰδνωθείς, Od.22.85; of a river, eddy, E.Rh. 353 (lyr.); whirl round in the dance, X.An.6.1.9, prob. for δον- in Id.Smp.2.8; of tumblers,ἐπὶ τροχοῦ δινεῖσθαι Pl.Euthd. 294e
; writhe,ἐκ τῶν ἀλγηδόνων J.BJ6.2.10
.2 [voice] Pass., roam about, ἐδινεόμεσθα κατ' αὐτήν [νῆσον] Od.9.153; ;κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινήθην Pi.P.11.38
.3 ἀμφὶ χαίταις δίνηντο ταινίαι were twined, B. 16.107.II intr. in [voice] Act., whirl about,ὀρχηστῆρες ἐδίνεον Il.18.494
; of tumblers, ἐδίνευον κατὰ μέσσους ib. 606; of a warrior,ὅστις.. δινεύοι κατὰ μέσσον 4.541
; δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος βάλε as it was circling in its flight, of a pigeon, 23.875: generally,δ. ἐν ἅρμασιν A.R.3.310
; roam about,δινεύεσκ' ἀλύων παρὰ θῖν' ἁλός Il.24.12
;δινεύων κατὰ οἶκον Od.19.67
;ἀνὰ νῆσον ἐδίνεον A.R.2.695
; δινεύων βλεφάροις look wildly about, E.Or. 837 (dub.). -
8 κελευτιάω
κελευτιάω, Frequentat. of κελεύω, only in [dialect] Ep. part., Αἴαντε κελευτιόωντ' ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτηνA continually urging on [the men], Il.12.265; -όων γαιήοχος ὦρσεν Ἀχαιούς 13.125
(v.l. κελευθιόων, = ὁδηγῶν, Sch. ad loc.;κελευστιόων Hsch.
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελευτιάω
-
9 κυκλοτερής
A made round by turning (): generally, round, circular, κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε stretched it into a circle, Il.4.124;ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od.17.209
; ὀφθαλμός, λιμήν, Hes.Th. 145, Sc. 208;σφαῖρος Emp.27.4
;φῶς Id.45
; [ὄρος] κυκλοτερὲς πάντῃ Hdt.4.184
;πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον Id.1.194
; κ. κοιλίαι, of the sockets of bones, Hp.Art.61; ;κώθων Henioch. 1
;οἰκοδόμημα X.HG4.5.6
;κ. ὁ ὄγκος τῆς γῆς Arist.Cael. 294a8
;γράφουσι κ. τὴν οἰκουμένην Id.Mete. 362b13
;πεδίον κ. τὸ σχῆμα Str.4.1.7
. Adv. -ρῶς Placit.1.12.3
, Ach. Tat.Intr.Arat.21, Dsc.3.90, Gal.UP16.11. [[pron. full] ῡ always, by position.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλοτερής
-
10 παμφαλάω
παμφᾰλάω, redupl. formA like παιφάσσω (cf. παπταλάω, παπταίνω), gaze in astonishment, [dialect] Ion. word, Hippon.131, Anacr.160, Herod.4.77;πάντοσε παμφαλόωντες Eryc.
ap. Sch.A.R.2.127: [tense] aor. 1 ἐπαμφάλησα· ἐθαύμασα, Hsch.:—[voice] Med.,ἄγχι παμφαλώμενος Lyc.1433
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμφαλάω
-
11 φοιτάω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φοιτάω
См. также в других словарях:
πάντοσε — every way indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάντοσε — Α επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, προς όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. άλλο σε)] … Dictionary of Greek
πάντοσ' — πάντοσε , πάντοσε every way indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьсюдоу — (86) нар. Всюду, везде: вьсюдѹ бо слѹжьба словесьна˫а ѹзаконѥна ѥсть (πανταχοῦ) КЕ XII, 38а; исповѣдающа же вьсюдѹ. ˫ако сѹть хрьсти˫ане (διόλου) Там же, 81б; нача и цѣловати. по ѡчима по главѣ и по ѹшима по рѹцѣ и вьсѹдѹ ЧудН XII, 71б; сѣмо и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κελευτιώ — κελευτιῶ, άω (Α) (θαμιστ. τού κελεύω απαντά μόνο στη μτχ. ενεστ. ως επικ. τ.) προτρέπω, ξεσηκώνω, παροτρύνω συνεχώς («Αἴαντε κελευτιόωντ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην» οι δύο Αίαντες σύχναζαν παντού πάνω στους πύργους παροτρύνοντας συνεχώς τους… … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek