Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πάγος

См. также в других словарях:

  • Πάγος — that which is fixed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγος — that which is fixed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγος — I Αρχαία ελληνική πόλη της Πελοποννήσου, αρχαιότερη και από την Κόρινθο. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη αυτή. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * (I) ο …   Dictionary of Greek

  • πάγος — ο 1. στερεοποιημένο νερό: Βάλε και πάγο στο ούζο μου. 2. πολύ κρύο, παγωνιά: Έκαψε ο πάγος τα λουλούδια. 3. μτφ., ψυχρός άνθρωπος: Αυτός όλη την ώρα ήταν σκέτος πάγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παγός — I Αρχαία ελληνική πόλη της Πελοποννήσου, αρχαιότερη και από την Κόρινθο. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη αυτή. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * παγός …   Dictionary of Greek

  • Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… …   Dictionary of Greek

  • Άρειος πάγος — Sp Areopãgas Ap Άρειος πάγος/Areios pagos L ist. kalva Atėnuose, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άρειος Πάγος — ο βλ. άρειος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάγω — πάγος that which is fixed masc nom/voc/acc dual πάγος that which is fixed masc gen sg (doric aeolic) πά̱γω , πᾶγος pagus masc nom/voc/acc dual πά̱γω , πᾶγος pagus masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγοιο — πάγος that which is fixed masc gen sg (epic) πά̱γοιο , πᾶγος pagus masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγοις — πάγος that which is fixed masc dat pl πά̱γοις , πᾶγος pagus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»