-
1 πηγός
πηγός, fest, seist, derb, gedrungen, dah. wohlgenährt, stark, kräftig; ἵπποι πηγοί, wohlgenährte, tüchtige Rosse, Il. 9, 124. 266; κῦμα πηγόν, eine dickangeschwollene, gewaltige Woge, Od. 5, 388. 23, 235, wofür sonst τρόφι u. τροφόεν κῠμα, auch von sp. D. nachgeahmt. – Auch hier erkl., wie in πηγεσίμαλλος, einige alte Ausleger πηγός durch »schwarz«, Lycophr. dagegen durch »weiß«, weil der Reif, πάγος, weiß sei, daher er 336 πλόκαμος πηγός für »weiße Locke« sagt. Vgl. noch Strat. com. bei Ath. IX, 383 a, wo Einer für »Salz« sagt πηγὸς πάρεστι (s. πήγνυμι), der Andere erwidert πηγός; οὐχὶ λευκὰ σὺ ἐρεῖς.
-
2 πηγός
πηγός, fest, feist, derb, gedrungen, dah. wohlgenährt, stark, kräftig; ἵπποι πηγοί, wohlgenährte, tüchtige Rosse; κῦμα πηγόν, eine dickangeschwollene, gewaltige Woge -
3 παλίμ-πηγος
παλίμ-πηγος, wieder zusammengefügt, τὰ παλίμπηγα, nach Poll. 6, 164 bei den comic. τὰ παλαιὰ καττύματα.
-
4 σορο-πηγός
σορο-πηγός, Särge zusammenfügend; Ar. Nubb. 836; öfter in der Anth., wie Ep. ad. 448 (XI, 3), Nicarch. 30 (XI, 122), Hedyl. 5 (V, 199).
-
5 τορνευτο-λυρ-ασπιδο-πηγός
τορνευτο-λυρ-ασπιδο-πηγός, ὁ, der Lyren drechselt und Schilder verfertigt, komisches Wort bei Ar. Av. 491; die alte v. l. τορνευτασπιδολυροπηγός ist gegen den Vers.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τορνευτο-λυρ-ασπιδο-πηγός
-
6 κλῑνο-πηγός
κλῑνο-πηγός, ὁ, der Betten, Sänften u. dgl. zusammenfügt, macht, Sp.; bei Theognost. B. A. 1340 auch κλῑνοπήξ.
-
7 ναυ-πηγός
-
8 διφρο-πηγός
διφρο-πηγός, ὁ, der Wagenbauer.
-
9 λυρο-πηγός
λυρο-πηγός, ὁ, eine Lyra zusammenfügend, = λυ ροποιός, Schol. Ar. Av. 491.
-
10 ἀσπιδο-πηγός
ἀσπιδο-πηγός, ὁ, Schildmacher, Poll. 1, 149.
-
11 ἁρματο-πηγός
ἁρματο-πηγός, ὁ, der Wagenbauer, Stellmacher, Il. 4, 485 ἁ. ἀνήρ; Theocr. 25, 247.
-
12 ἁμαξο-πηγός
ἁμαξο-πηγός, ὁ, Wagenbauer, Stellmacher, Plut. Per. 12.
-
13 ἁλο-πηγός
ἁλο-πηγός, ὁ, Salzbereiter, der das Salzwasser an der Luft verdunsten läßt, so daß das Salz gerinnt, Nic. Al. 518.
-
14 ἰκριο-πηγός
ἰκριο-πηγός, = ἰκριοποιός, Gerüste zusammenfügend, Poll. 7, 125.
-
15 ἁλοπηγός
ἁλο-πηγός, Salzbereiter, der das Salzwasser an der Luft verdunsten läßt, so daß das Salz gerinnt -
16 ἁμαξοπηγός
ἁμαξο-πηγός, Wagenbauer, Stellmacher -
17 ἁρματοπηγός
ἁρματο-πηγός, ἁρματο-πήξ, der Wagenbauer, Stellmacher -
18 ἁρματοπήξ
ἁρματο-πηγός, ἁρματο-πήξ, der Wagenbauer, Stellmacher -
19 ἀσπιδοπηγός
-
20 διφροπηγός
διφρο-πηγός, ὁ, der Wagenbauer
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πηγός — well put together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγός — και παγός, ή, όν, Α 1. συμπαγής, σωματώδης («ἵππους πηγούς», Ομ. Ιλ.) 2. (για κύμα) πολύ φουσκωμένο, πελώριο 3. λευκός (α. «πηγός πλόκος», Λυκόφρ. β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.) 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ πηγός το αλάτι 5. (κατά τον Ησύχ.) «πηγόν οἱ μἐν λευκόν … Dictionary of Greek
πηγόν — πηγός well put together masc acc sg πηγός well put together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγοῖο — πηγός well put together masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγοί — πηγός well put together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγοῦ — πηγός well put together masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγούς — πηγός well put together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
καρροπηγός — καρροπηγός, ὁ (Α) ο κατασκευαστής κάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + πηγός (< πήγνυμι «καρφώνω, κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] … Dictionary of Greek
ναυπηγός — ο (Α ναυπηγός και ναFυπηγός και ναπηγός) (γενικά) αυτός που κατασκευάζει πλοία («ναυπηγὸς ναῡς ποιήσας τέσσαρας», Θουκ.) νεοελλ. (ειδικά) ειδικός επιστήμονας που σχεδιάζει πλοία και διευθύνει τις εργασίες τής κατασκευής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς… … Dictionary of Greek
σοροπηγός — ὁ, Α κατασκευαστής φερέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] … Dictionary of Greek