-
1 ουλών
οὐλαίbarley-corns: fem gen plοὐλέωpres part act masc nom sg (attic epic doric)οὐλήfem gen pl -
2 οὐλῶν
οὐλαίbarley-corns: fem gen plοὐλέωpres part act masc nom sg (attic epic doric)οὐλήfem gen pl -
3 ούλων
οὔ̱λων, ὅλοξfem gen pl (ionic)οὔ̱λων, ὅλοξmasc /neut gen pl (ionic)οὔ̱λων, οὖλονthe gums: neut gen plοὔ̱λων, οὖλος 1whole: fem gen plοὔ̱λων, οὖλος 1whole: masc /neut gen plοὔ̱λων, οὖλος 2woolly: fem gen plοὔ̱λων, οὖλος 2woolly: masc /neut gen plοὔ̱λων, οὖλος 3destructive: fem gen plοὔ̱λων, οὖλος 3destructive: masc /neut gen pl -
4 οὔλων
οὔ̱λων, ὅλοξfem gen pl (ionic)οὔ̱λων, ὅλοξmasc /neut gen pl (ionic)οὔ̱λων, οὖλονthe gums: neut gen plοὔ̱λων, οὖλος 1whole: fem gen plοὔ̱λων, οὖλος 1whole: masc /neut gen plοὔ̱λων, οὖλος 2woolly: fem gen plοὔ̱λων, οὖλος 2woolly: masc /neut gen plοὔ̱λων, οὖλος 3destructive: fem gen plοὔ̱λων, οὖλος 3destructive: masc /neut gen pl -
5 μελανία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανία
-
6 μύδησις
A dampness, clamminess, Aret.CD1.4; esp. of the eyelids, purulent blepharitis,αἱ ἐν ὀφθαλμοῖς μ. τῶν βλεφάρων Dsc. 1.7
, cf. Gal.14.770; also, μυδήσεις οὔλων, prob. pyorrhoea, Dsc.1.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύδησις
-
7 οὖλος
------------------------------------A woolly, of thick, fleecy wool,τάπητες Il.16.224
;χλαῖναι Od.4.50
, 299, etc.;χλανίδες Hermipp.47.1
(anap.);οὔλη λάχνη Il.10.134
;χιτὼν οὔλων ἐρίων Ar.Ra. 1067
;εἱμάτιον IG5(1).1390.21
(Andania, i B. C.); οὖλαι κόμαι crisp, close-curling hair, Od.6.231, 23.158, cf. Luc.Im.5;βόστρυχος οὖλος AP6.201
(Marc. Arg.); οὐλότατον τρίχωμα, of the crisp, woolly hair of the negro, Hdt.7.70; also of persons,οὖλος ἐθείραις Ἕσπερος Call.Del. 302
; σελίνων οὐλοτέρη, of a girl, AP5.120 (Phld.);τοῖς τριχώμασιν οὖλοι D.S.3.8
; of sheep, ;ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φορεῖν Com.Adesp. 208
.2 of plants, twisted, twined, curly, crinkled,ἴων κορωνίδες οὖλαι Stesich.29
; οὔλης.. σκολιὸν πλέγμα.,. ἕλικος, of the vine, Simon.183. 2;σέλινον Hp.Mul.2.181
;φύλλον Thphr.HP9.4.3
;θρίδακες AP9.412
(Phld.): neut. pl. as Adv., of smoke, curling,οὖλα κυλινδόμενον Call. Fr.1.41P.
3 of wood, compact, tough, close-grained, Thphr.HP3.11.1,4.2.7, 5.3.7, Ph.Bel.66.51;ξύλα οὔλας ἔχοντα συστροφάς Thphr. HP5.5.1
; δένδρον -ότερον τῇ ὄψει ib.3.9.6; οὖ. ὄστρακον tough, Babr. 115.10: hence metaph., like πυκνός, of speech, compact, concise, ; of dancing, rapid, in quick tempo,πόδεσσι οὖλα κατεκροτάλιζον Call.Dian. 247
, cf. Jou.52; of rowing, Id.Epigr.6.5; and so perh. οὖλον κεκλήγοντες uttering quick (frequent) cries, Il.17.756, 759, cf. Sch. T and Eust.ad loc.; v. οὖλος (C). (Perh. cogn. with εἴλλω 'pack tightly together'.)------------------------------------A = ὀλοός, destructive, baneful, cruel, epith. of Ares, Il.5.461, 717; of Achilles, 21.536; ; ;οὖλος Ὄνειρος Il.2.6
,8; cruel,Ἔρως A.R.3.297
, 1078.2 οὖλον κεκλήγοντες, of the death-cry of birds flying from the hawk, Il. 17.756, 759 (but v. οὖλος (B) 3 fin.); so laterοὖλον γεράνων νέφος AP 7.543
; οὖλον ἀείδειν ib.27 (Antip. Sid.);κνυζηθμὸν κυνὸς οὖλον Nic. Th. 671
.------------------------------------οὖλος (D), ὁ,A corn-sheaf, = ἴουλος 11 (q.v.), Hsch.: hence, a cry or song in honour of Demeter, who was herself from this word named [full] Οὐλώ, Semus 19, Did. ap. Sch.A.R.1.972. -
8 προσάπτω
A fasten to or upon,τύμβῳ π. μηδέν S.El. 432
;στέρνοις στέρνα E.El. 1321
(anap.); κόσμον Πενθεῖ, χλιδὴν τέκνῳ, Id.Ba. 859, Ion 27; τὸ ἀντίγραφον.. προσήφαμεν ([tense] pf.) we have attached the copy, UPZ22.11 (ii B.C.).2 attach to, bestow upon, grant,κῦδος Ἀχιλλῆϊ προτιάπτω Il.24.110
;π. κλέος τινί Pi.N.8.37
;τῷ τεθνηκότι τιμάς S. El. 356
;γῇ τῇδε.. ἑορτὴν καὶ τέλη E.Med. 1382
; γέρας, ἐγκώμιά τισι, Pl.Sph. 231a, Lg. 822b;εὐδαιμονίαν τοῖς φύλαξι Id.R. 420d
; τὸ ὄνομα (sc. πῦρ).. προσάψαι.. Ἑλληνικῇ φωνῇ Id.Cra. 410a
;ὠφέλειάν τινι D. 61.53
; in bad sense, fix upon, attach,μή τι.. χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς S.OC 236
(lyr.);π. τῇ τύχῃ αἰτίαν Men.1083.4
, cf. Porph.Abst.1.7:— [voice] Pass., to be bound up with,σχήματι τοῦ λόγου A.D.Synt.232.10
.3 c. acc. only, apply,μεῖζον π. τῆς νόσου τὸ φάρμακον S.Fr. 589
, cf. Dsc. Eup.1.74 ([voice] Pass.), Archig. ap. Gal.12.873 ([voice] Med.);π. χεῖρα E.Supp. 361
;γνώμην πρός τι Id.Fr.362.10
;ἀλγηδόνα τινά Pl.Plt. 293b
; simply, add,τό γε εἶναι Id.Sph. 252a
.5 ascribe, attribute to, ἐκείνῳ (sc. τῷ Θαλῇ)τὸ κατανόημα προσάπτουσι Arist.Pol. 1259a8
;π. τῷ Ἀπόλλωνι τὴν δάφνην D.S.1.17
;Ποσειδῶνι τὸ τοὺς ἵππους δαμάσαι Id.5.69
;τὰ κατορθώματα τῇ τύχῃ Plb.31.30.3
, cf. 4.24.3.II intr., fasten oneself to, καί μοι.. ἀγχοῦ προσῆψεν.. ἐν δισκήματι came very near me in the quoit-throw, S.Fr. 380 (dub.); to be added, (lyr.).III [voice] Med., fasten oneself upon, Arist.Fr. 324; lay hold of, touch, τῷ στόματι π. [τινός] X.Mem.1.3.12;π. τῆς ἀληθείας Pl.Ti. 71e
; τῶν οὔλων (v.l. τοῖς οὔλοις) Dsc.1.105.2 have to do with, meddle with,ὅτου ἂν π. ἀνδρός Aeschin.3.114
; τῶν πραγμάτων ib.133; τοῦ λόγου, τοῦ πολέμου, D.C.60.26, 44.44; πλέω π. τῶν δυνατῶν attempt more than is possible, Democr.3.3 of wrestlers, come to grips, Gal.15.197.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσάπτω
-
9 τάπης
A carpet, rug,τάπητα φέρεν μαλακοῦ ἐρίοιο Od.4.124
;χλαινάων.. οὔλων τε ταπήτων Il.16.224
; spread on seats and beds, , cf. 10.156, 24.645, Od.4.298, 10.12, Herod.2.44, SIG1106.121 (Cos, iv/iii B.C.);φορμὸν ἔχειν ἀντὶ τάπητος Ar.Pl. 542
; τάπης Αἰγύπτιος, Ἆφρος, etc., Edict.Diocl.19.21,24, al.--Later [dialect] Att. forms are τάπις, δάπις (qq. v.). -
10 ἀναζεσμός
ἀνα-ζεσμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναζεσμός
См. также в других словарях:
οὐλῶν — οὐλαί barley corns fem gen pl οὐλέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) οὐλή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔλων — οὔ̱λων , ὅλοξ fem gen pl (ionic) οὔ̱λων , ὅλοξ masc/neut gen pl (ionic) οὔ̱λων , οὖλον the gums neut gen pl οὔ̱λων , οὖλος 1 whole fem gen pl οὔ̱λων , οὖλος 1 whole masc/neut gen pl οὔ̱λων , οὖλος 2 woolly fem gen pl οὔ̱λων , οὖλος 2 woolly… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουλίτιδα — Πάθηση των ούλων. Βλ. λ. ούλα. * * * η ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τών ούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + επίθημα ίτιδα (πρβλ. πλευρ ίτιδα). Η λ. στον λόγιο τ. οὐλῖτις, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Λάζο] … Dictionary of Greek
σκορβούτο — (Ιατρ.). Νόσος που προκαλείται από ένδεια των βιταμινών C και Ρ. Είναι γνωστή από αιώνες και πολλές επιδημίες έχουν παρουσιαστεί κατά το παρελθόν και στην Ευρώπη· ιδιαίτερα προσβάλλονταν οι ναυτικοί κατά την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων,… … Dictionary of Greek
πυόρροια φατνιακή — (Ιατρ.). Χρόνια πυώδης φλεγμονή των ιστών που περιβάλλουν το δόντι (περιοδοντίτιδα). Εμφανίζεται πιο εύκολα σε ηλικιωμένα άτομα, συχνά σε αρθριτικούς και διαβητικούς. Ο φατνιακός σύνδεσμος καταστρέφεται και τα δόντια αρχικά κουνιούνται και… … Dictionary of Greek
CICATRICES — adversô corpore acceptae, decorae: unde occasione poscente ostentati solebant, Liv. l. 2. c. 23. Magno natu quidam cum omnium malorum suorum insignibus se in Forum proiecit. Obsita erat squalore vestis ipse testes bonestarum aliqnot locis… … Hofmann J. Lexicon universale
VESTIS — primi hominis innocentia fuit, cui postquam iniquitas successit, vidit se nudum esse, et consutis foliis fecit sibi subligacula, Genes. c. 3. v. 7. ut sic membris minime honestis honorem circumponeret, prout loquitur Paulus 1. Corinth. c. 12. v.… … Hofmann J. Lexicon universale
Ουλώ — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * Οὐλώ και Ἰουλώ, ἡ (Α) προσωνυμία τής Δήμητρος, ως θεάς τών ιούλων, δηλ. τών… … Dictionary of Greek
αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
δοντοκοιλιά — η το βαθούλωμα τών ούλων όπου είναι ριζωμένο το δόντι … Dictionary of Greek
εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… … Dictionary of Greek