Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

οὑροί

См. также в других словарях:

  • οὐροί — οὐρός the watery masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὖροι — ὅρος boundary masc nom/voc pl (ionic) οὖρος 1 fair wind masc nom/voc pl οὖρος 2 watcher masc nom/voc pl οὖρος 3 masc nom/voc pl (ionic) οὖρος 4 urus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …   Dictionary of Greek

  • φυρώ — φύρασα, αμτβ., φυραίνω (βλ. λ.): Εφύρασεν η θάλασσα κι επλέψαν οι κα(β)ούροι (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»