Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πομπός

См. также в других словарях:

  • πομπός — conductor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόμπος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπός — ο, ΝΑ συνοδός, οδηγός νεοελλ. 1. αυτός που στέλνει, που αποστέλλει κάτι 2. σύνολο ηλεκτρονικών συσκευών και διατάξεων με τις οποίες αφ ενός μεν μετατρέπονται ακουστικά, οπτικά και κωδικοποιημένα σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα υψηλής συχνότητας …   Dictionary of Greek

  • πομπός — ο 1. συνοδός. 2. συσκευή που μετατρέπει ακουστικά, οπτικά κ.ά. σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα και τα εκπέμπει προς διάφορες κατευθύνσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πομποῖς — πομπός conductor masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομποῖσι — πομπός conductor masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομποῖσιν — πομπός conductor masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομποί — πομπός conductor masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομποῦ — πομπός conductor masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπούς — πομπός conductor masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπῷ — πομπός conductor masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»