-
1 οὐρανοστεγὴς
οὐρᾰνο-στεγὴς ἆθλος, the taskGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρανοστεγὴς
-
2 στέγω
Grammatical information: v.Meaning: `to cover, to defend, to avert, to keep closed, to bear, to sustain' (posthom.).Compounds: Also w. ἀπο- a. o.Derivatives: 1. στεγ-νός `covered, waterproof, clogged' (Ion., E., X. etc.) with - νότης f. `thickness, stoppage' (Hp.), - νόω ( ἀπο- a. o.) `to thicken, to stop', - νωσις f., - νωτικός (hell. a. lat). 2. - ανός `covered, covering, watertight, occluding, occluded' (Att.) with - ανότης f. (Eust.), - ανόω `to cover' (hell. a. late), - ανώματα τὰ ἐν τοῖς τοίχοις, οἱ λεγόμενοι σύνδεσμοι H.; - άνη f. `cover' (AP); - ανίσαι (cod. - ῆ-) στέγῃ ὑποδεχθῆναι H. 3. στεκτικός `for keeping shut against the water' (Pl. a. o.; Chantraine Études 135 a. 137). 4. στέγωσις f. (: *στεγόω) `the roofing' (pap. IIIp; cf. στέγ-νωσις, - ασ(σ)ις). -- Beside it στέγνη, Dor. Aeol. -α f. `roof, cope, covered place, house, room' (Alc., Gortyn, IA.). As 1. element in στέγ-αρχος m. `house-master' (Hdt. a.o.); often as 2. element, e.g. ὑπό-στεγος `under a roof, covered' (Emp., Pl., S. a. o.). Also στέγος n. `roof, house' (trag., also hell. a. late prose); as 2. element adapted to στέγω (cf. Schwyzer 513) οὑρανο-στεγής `bearing the sky' (A. Fr. 312 = 619 M. [not with v. Wilam. to be changed in οὑρανο\<ῦ\> στέγηι]). From στέγη ( στέγος): 1. στεγ-ύλλιον n. `hut' = `workshop' (Herod.); 2. ῖτις f. = πόρνη (Poll., H.); 3. - άζω, - άσαι, also w. ἀπο-, κατα- a. o., `to cover, to roof' (IA. a. o.) with - ασ(σ)ις, - αξις ( ἀπο-) f. `the covering' (Epid., Delos IV--IIa- a. o.; Schwyzer 271, Chantraine Form. 281), - ασμα ( ἀπο-, κατα-, προ-) n. `cover, cope' (Pl., X. etc.), - αστήρ m. `coverer, tile' (Poll., H. as expl. of σωλήν), - αστρίς f. `covering, cope' (Hdt. a. o.), - αστρον n. `covering, cope, container' (A., Antiph. a. o.). -- Also τέγος n. = στέγος (Od.; not trag.) with τέγ-εοι ( θάλαμοι Z 248, δόμοι Emp. 142) meaning not quite clear: `under a roof' (= `upstairs'), roofed'; cf. Schmid - εος a. - ειος 39; - ίδιον n. des. of a female garment (Tanagra a. pap. IIIa); quite isolated τέγη f. = τέγος (Vett. Val., H.).Etymology: With the primary themat. root present στέγω, beside which appear only late incidental non-present forms (for these στεγ-άσαι etc.), agrees Skt. sthagati `cover, conceal', which is however attested only in gramm. (Dhatup.) and by the unpalatalised g makes the impression of an innovation (beside sthagayati); cf. also below). Beside this stands in Latin the s-less tegō, aor. tēxī `cover etc.' (old athemat. presenf? Ernout-Meillet s.v.). Also for τέγος there is outside Greek an agreement, i. e. in. Celt., e.g. OIr. tech `house', IE *tégos- n. The well adapted στέγη might also, though in this form isolated, be inherited from IE. (original root noun ? Ernout-Meillet l. c.). Further the Greek forms can be explained as newly created derivations of a very lively root. We may still mention (for Greek unimportant): Lat. (with old lenghtened grade resp o-ablaut) tēgula, toga; to this as innovation tēctum (Gr. *στεκτός ghostword!); Germ., e.g. OHG dah n. `roof' (IE * togo-m), to which (as denominative or iterative) decchen ' decken'; Balt., e.g. Lith. stógas m. `roof' (IE * stogo-with Kortlandt's law). Further forms w. lit. in Bq, WP. 2, 620f., Pok. 1013f., W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. tegō; also Fraenkel s. stíegti o n supp. Lith. *stė́gti. For non-IE. origin of Skt. sthagayati Kuiper Sprachgesch. u. Wortbed. 249. -- Lat. LW [loanword] stega `cover' (from στέγη), segestre, - rum, tegestrum `cover from skin' (from στέγαστρον).Page in Frisk: 2,780-781Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στέγω
См. также в других словарях:
ουρανοστεγής — οὐρανοστεγής, ές (Α) φρ. «οὐρανοστεγής ἆθλος» ο άθλος τού να υποβαστάζει κανείς τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + στεγής (< στέγη), πρβλ. λιθο στεγής] … Dictionary of Greek
ευστεγής — εὐστεγής, ές (Α) στεγασμένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στεγής (< στέγος (το) «σκεπή»), πρβλ. λιθο στεγής, ουρανο στεγής] … Dictionary of Greek
λιθοστεγής — λιθοστεγής, ές (Α) ο στεγασμένος με λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + στεγής (< στέγη < στέγω), πρβλ. ξυλο στεγής, ουρανο στεγής] … Dictionary of Greek
υδασιστεγής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που εμποδίζει την εισροή νερού, υδατοστεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδασι, δοτ. πληθ. τής λ. ὕδωρ, ὕδατος + στέγης (< στέγος < στέγω), πρβλ. ουρανο στεγής] … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σαμοθράκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαμοθράκης βρίσκεται πάνω στον πλακόστρωτο δρόμο που οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο της Παλιάπολης Σαμοθράκης. Το μουσείο θεμελιώθηκε το 1939, άνοιξε όμως τις πύλες του στο κοινό το 1955. Φιλοξενεί τα ευρήματα από τις… … Dictionary of Greek
Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek