-
21 ουσία
1) esencja (f) rzecz.2) istota (f) rzecz.3) sedno (n) rzecz.4) substancja (f) rzecz.5) treść (f) rzecz.6) wyciąg (m) rzecz. -
22 ουσία
1) bytí2) esence3) hmota4) látka5) podstata6) výtažek7) základ -
23 ουσία
1) essence2) substanceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ουσία
-
24 παρ-ουσία
παρ-ουσία, ἡ, 1) Gegenwart; ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν, Aesch. Pers. 165; Ch. 660; τί δῆτα μέλλει μὴ παρουσίαν ἔχειν, = παρεῖναι, Soph. Ai. 536; ὅταν παρουσία φράζῃ, τότ' ἔργων τῶνδε μεμνῆσϑαι χρεών, El. 1242, der gegenwärtige Augenblick, die günstige Gelegenheit; τί δῆτα τέκνων τῶνδε δεῖ παρουσίας; Eur. Hec. 1005; ἐπὶ κακῶν παρουσίᾳ, Ar. Th. 1049; u. in Prosa, Plat. Phaed. 100 d, ἀγαϑῶν Gorg. 497 e, κακοῦ 217 b, Anwesenheit, Vorhandensein; auch Ankunft, Thuc. 1, 138; εἰς Ἰταλίαν, D. Hal. 1, 45. – 2) das Vermögen, wie οὐσία, VLL.
-
25 προς-ουσία
προς-ουσία, ἡ, = συνουσία, Ath. VII, 301 a.
-
26 περι-ουσία
περι-ουσία, ἡ, das, was übrig ist, bleibt, Ueberfluß, Ar. Nubb. 51; bes. Reichthum, Wohlstand, περιουσίας ἔχειν χρημάτων, Thuc. 1, 7. 2, 13 u. oft; Ggstz ἔνδεια, Plat. Gorg. 487 e; ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιούμενος, sich bereichernd, Rep. VIII, 554 a; ἐκ περιουσίας ἀλλήλων ἀποπειρώμενοι, zum Ueberfluß, ohne Noth, zum Zeitvertreib, Theaet. 154 d; vgl. Dem. 18, 3; περιουσίας χάριν, Pol. 4, 21, 1; ἐν τοιαύτῃ περιουσίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ἦσαν, 3, 90, 7; auch πρὸς περιουσίαν dem πρὸς τὰς ἀναγκαίας τοῦ βίου χρείας entgegengesetzt, 4, 38, 4; vgl. τοὺς μὴ ἔκ τινος περιουσίας ζῶντας, Ath. IV, 168; a. Sp.
-
27 παντ-εξ-ουσία
παντ-εξ-ουσία, ἡ, die Allmacht, Sp.
-
28 συν-ουσία
συν-ουσία, ἡ, ion. συνουσίη, das Zusammensein, -leben; ὅσοις προςῆλϑον ἀβλαβεῖξυνο υσίᾳ, Aesch. Eum. 275; ὦ ξυνουσίαι ϑηρῶν ὀρείων, Soph. Phil. 924, d. i. ὦ ϑῆρες συνόντες, u. öfter; auch übtr., ὅταν δὲ πλησϑῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Phil. 516, u. O. C. 63 οὐ λόγοις τιμώμεν' ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ πλέον, nicht durch Worte, sondern mehr durch Gebrauch, durch die That geehrt; ξυνουσία ϑηλύφρων γυναικῶν, Ar. Eccl. 110; vom Zusammenessen, Gelag, Her. 2, 78; eheliche Gemeinschaft, in und außer der Ehe, ἡ τῶν ἀφροδισίων συνουσία, Plat. Conv. 192 c; τοῦ κατὰ φύσιν χρῆσϑαι τῇ τῆς παιδογονίας συνουσίᾳ, Legg. VIII, 838 a; Pol. 6, 6, 2; – übh. Umgang, Unterhaltung, ἵνα συνουσία καὶ διάλογοι ἡμῖν γίγνωνται, Plat. Prot. 338 c; ἡ ὁμιλία καὶ ξυνουσία τοῦ σώματος, Phaed. 81 c; ἡ ἐν οἴνῳ συνουσία, Legg. II, 652 a ( αἱ ἐν τοῖς πότοις σ., Isocr. 1, 32); τὴν περὶ τὰ γράμματα συνουσίαν τῶν μανϑανόντων, Polit. 285 c; τὴν συνουσίαν διαλύσωμεν, Lach. 201 c; ἐν ἱεραῖς τε καὶ εἰρηνικαῖς συνουσίαις, Legg. XII, 950 e; Xen. Cyr. 2, 2, 1 u. öfter; Gastmahl, Pol. 4, 20, 10 u. öfter.
-
29 κατ-εξ-ουσία
κατ-εξ-ουσία, ἡ, verstärktes ἐξουσία, Sp.
-
30 μετ-ουσία
μετ-ουσία, ἡ, Theilnahme, οἷς μετουσία ϑεοφιλοῦς ἑορτῆς, Ar. Ran. 443; μετουσία ἐστὶν αὐτοῖς πεδίων, sie können sich die Ebenen aneignen, Xen. Cyr. 8, 5, 23; Sp., auch im plur., Dem. 21, 124.
-
31 ἀπ-ουσία
ἀπ-ουσία, ἡ, 1) die Abwesenheit, Aesch. Ag. 889. 1232; Dem. 1, 3. – 2) das Fehlende, der Verlust, ὀλίγης ἀπουσίας D. Sic. 3, 14. – 3) = ἀποσπερματισμός Plut. Is. 34.
-
32 ὁμο-ουσία
ὁμο-ουσία, ἡ, Gleichheit des Wesens, K. S.
-
33 ἐπ-ουσία
ἐπ-ουσία, ἡ, das Darübersein, ἡ κατὰ τὸ ἔτος, der jährliche Ueberschuß der Tage, Ptolem.
-
34 ἐξ-ουσία
ἐξ-ουσία, ἡ (ἔξεστι), die Erlaubniß, Freiheit, Etwas zu thun, das Recht; ἐπιτροπὴ νόμου Plat. defin. 415 b; τοῦ λέγειν Gorg. 461 e; ἐν μεγάλῃ ἐξουσίᾳ τοῦ ἀδικεῖν γενόμενος, da er die Macht hatte, Unrecht zu thun, 526 a; ἐξουσίαν ὁ νόμος δέδωκε τῷ ἐραστῇ ϑαυμαστὰ ἔργα ἐργαζομένῳ ἐπαινεῖσϑαι, sich durch bewundernswürdige Thaten Lob zu erwerben, Conv. 182 e; π οιεῖν τινι, ἐξεῖναι ἀπιέναι, daß es ihm freisteht, wegzugehen, Crit. 51 d. Oft ἐξουσία ἦν αὐτῷ, mit folgdm inf., Antiph. 1, 6 u. A.; auch περὶ τοῦ ποιεῖν, Plat. Legg. XI, 936 a; ἐπ' ἐξουσίας ἐστί, es steht frei, nach Luft u. Belieben, Dem. u. A.; ἐξουσίαν ἔχω κλέπτειν Xen. Mem. 2. 6, 24, u. öfter bei Sp. ἔχειν, λαμβάνειν u. ä. – Auch im schlimmen Sinne, Frechheit, Dem. u. bes. Sp. – Gewalt, Macht im Staate, οἱ ἐν ταῖς ἐξουσίαις, die Machthaber, Arist. Eth. 1, 5, 3 u. Sp.; ἡ ὑπατικὴ ἐξ., das Amt, die Macht des Consuls, D. Sic. 14, 113. Auch die Machthaber selbst, D. Hal. 11, 32; ὑπ' ἐξουσίαν τεταγμένος Matth. 8, 9. – Τῶν ἀναγκαίων, der Ueberfluß, wie περιουσία, Plat. Legg. VIII, 828 d; vgl. Thuc. 1, 123; äußere Pracht, Plut. Aemil. 34.
-
35 ἑτερο-ουσία
ἑτερο-ουσία, ἡ, verschiedenes Wesen, Sp.
-
36 ουσίας
-
37 οὐσίας
-
38 ουσίαι
-
39 οὐσίαι
-
40 εἰμι
Grammatical information: v.Meaning: `to be'.Other forms: Inf. εἶναι (Ion.-Att.), Dor. ἠμί, inf. ἤμεν, Aeol. ἔμμι, inf. ἔμμεν, - αι only presentstem (with future)Derivatives: ἐστ-ώ f. (to ἐστί) = οὑσία (to ὤν) `substance' (Archyt. Philos.), ἀπ-εστώ `absence' (Hdt. 9, 85; συν-εστώ 6, 128 v. l. to συνεστίη), s. Schwyzer 478, Chantr. Form. 117; cf. also on εὑεστώ; ἀπεστύς ἀποχώρησις H. (Chantraine 291). - From part. ὤν, ὄντ-ος: οὑσία (s. above) with ἀπ-, ἐξ-, παρ-, συν-ουσία etc. from ἀπ-ών etc.; from there e. g. συνουσιάζω with συνουσιαστής, - αστικός a. o.Etymology: Old athematic root present with exact agreeing forms in several languages: εἰμί, εἶ (ep. Dor. ἐσσί), ἐστί = Skt. ásmi, ási, ásti, OLith. esmì, esì, ẽsti, Hitt. ešmi, ešši ( eši), ešzi, Goth. im, is, ist, Lat. es(s), est ( sum is innovation), IE * es-mi, * esi (\< * es-si, also resored through analogy), * es-ti; 3. plur. with zero grade εἰσί, Dor. ἐντί \< *hεντι (psilosis after εἰμί etc.) = Skt. sánti, Umbr. sent, Goth. etc. sind, IE * h₁s-enti. Ipf. 1. sg. Hom. ἦα = Skt. ā́sam (with anal. -m), IE *ēs-m̥, 3. sg. Dor. Aeol. Arc. Cypr. ἦς = Skt. (Ved.) ā́s, IE * ēs-t; further forms Schwyzer 676ff.Page in Frisk: 1,463-464Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εἰμι
См. также в других словарях:
οὐσία — οὐσίᾱ , οὐσία sum fem nom/voc/acc dual οὐσίᾱ , οὐσία sum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ουσία — (usia) (греч.) сущность; бытие. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ουσία — Κάτι που πραγματικά υπάρχει. Λέγεται επίσης και για κάτι που ικανοποιεί τη γεύση (το ψωμί χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία). Ως σύνθετη, η λέξη έχει διάφορες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, περιουσία. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά… … Dictionary of Greek
ουσία — η 1. η αμετάβλητη βάση, καθετί που υπάρχει σε αντίθεση με τις μεταβλητές ιδιότητές του (για τους υλιστές η ύλη, για τους ιδεαλιστές η ιδέα, το πνεύμα). 2. η βαθύτερη σημασία, το περιεχόμενο έννοιας: Ποια είναι η ουσία του πράγματος; 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐσίᾳ — οὐσίαι , οὐσία sum fem nom/voc pl οὐσίᾱͅ , οὐσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑσία — ἑσίᾱ , ἑσία a mission fem nom/voc/acc dual ἑσίᾱ , ἑσία a mission fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc/acc dual ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιά ουσία — (Ανατ.). Ουσία του εγκεφαλονωτιαίου άξονα. Bλ. λ. μήνιγγες, νευρικό κεντρικό σύστημα … Dictionary of Greek
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
οὐσίας — οὐσίᾱς , οὐσία sum fem acc pl οὐσίᾱς , οὐσία sum fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
καμφορά — Ουσία έντονα αρωματική, που εξάγεται από το δένδρο κιννάμωμον ή λάουρος η καμφορά (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Είναι διαδεδομένο στη νότια Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδία, στην Ιάβα και στη Σουμάτρα. Έχει αειθαλές και γυαλιστερό φύλλωμα με … Dictionary of Greek