-
1 ουλότριχες
-
2 οὐλότριχες
-
3 οὐλό-θριξ
οὐλό-θριξ, τριχος, mit krausem Haare, kraushaarig, Her. 2, 104, von den Kolchern; von den Aethiopen, Arist. gen. an. 5, 3; οὐλότριχες, probl. 33, 18.
-
4 ἑλίκωψ
Grammatical information: adj.Meaning: said of the Άχαιοι,Other forms: always plur. nom. or acc. - ωπες, - ωπας (Il., verse end), f. ἑλικῶπις, - ιδος (Α 98 κούρη, Hes. Th. 298 νύμφη; also Sapph., Pi.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: From ἕλιξ (s. d.) and ὠπ- (on the 2. member Schwyzer 426 n. 4, Sommer Nominalkomp. 1), so prop. `with eyes that make a turn', i. e. `with curved eyes'; like ἑλικο-βλέφαρος (h. Hom. 6, 19 etc.) `beautifully(?) curved eyes' (cf. H. ἑλικοβλέφαρος καλλιβλέφαρος)? Bechtel Lex., Düntzer KZ 12, 17. Diff. Prellwitz Glotta 15, 128ff.: "with curls" (cf. H. ἑλίκωπες οὑλότριχες). - The interpretation `with rolling = quickly moving (lively) eyes' (s. Bq; also Brouzas ProceedAmPhilAss. 1930, p. XXVIIf.) is based on ἑλίσσω, hardly correct. On the basis of ἑλίκωπες as μελανόφθαλμοι in H. an adjective ἑλικός = μέλας was coined; thus, except H., Call. Fr. 299 a. o., s. Leumann Hom. Wörter 152 n. 126. - See also Grošelj Slavistična Revija 1954, 122f.Page in Frisk: 1,494-495Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἑλίκωψ
См. также в других словарях:
οὐλότριχες — οὐλόθριξ with crisp masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίτραγος — ο (Μ ἡμίτραγος, ον) νεοελλ. ζωολ. γένος στο οποίο περιλαμβάνονται ουλότριχες άγριες αίγες μσν. (ως επίθ. τού θεού Πανός) ο κατά το ήμισυ τράγος … Dictionary of Greek
μελάγχρους — και μελανόχρους ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους ουν, Α και μελάγχροος, οον και μελανόχροος και μελανίχροος, οον και μελάγχρως, ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, ον) μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ… … Dictionary of Greek
ουλόθριξ — ο, η και ουλότριχος, η, ο (ΑΜ οὐλόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ και οὐλότριχος, ον) αυτός που έχει κατσαρές τρίχες, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῑς θερμοῑς οὐλότριχες», Αριστοτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. βοτ. γένος φυκών τών… … Dictionary of Greek
σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… … Dictionary of Greek
Αβησσυνοί — Λαός της Αιθιοπίας, που προήλθε από επιμιξία σημιτικών φύλων και νέγρων. Οι Α. (Τιγκρέ, Αμχάροι και Σόα) έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους λευκούς, μόνο που έχουν κατσαρές τρίχες (ουλότριχες) και το χρώμα του δέρματός τους είναι μελαμψό.… … Dictionary of Greek
μαλλιά — Το σύνολο των τριχών οι οποίες καλύπτουν το κρανίο του ανθρώπου. Το χρώμα, η όψη και το πάχος της τρίχας αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα των διάφορων φυλών και χρησιμεύουν σε ανθρωπολογικές μελέτες. Το χρώμα, που οφείλεται σε κόκκους χρωστικής… … Dictionary of Greek
νεγροειδείς — Κλάδος του ανθρώπινου είδους, που περιλάμβανει, σύμφωνα με την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρ. Μπιαζούττι τρεις κορμούς: τους Στεατοπυγίδες, Πυγμίδες και τους Νεγρίδες. Στον πρώτο ανήκουν οι Βουσμάνοι και οι Οττεντότοι, στο δεύτερο οι Πυγμαίοι και … Dictionary of Greek