-
1 ελικώπις
-
2 ἑλικῶπις
-
3 ελικωπις
-
4 ἑλῐκῶπις
1 with lively eyesἑλικώπιδος Ἀφροδίτας P. 6.1
-
5 ἑλικῶπις
ἑλικ-ῶπις, ιδος, and ἑλίκ-ωψ, ωπος (ϝέλιξ, ὤψ): quick-eyed, or, according to others, with arched eye-brows, Il. 1.98, 389.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑλικῶπις
-
6 ελικώπι
-
7 ἑλικῶπι
-
8 ελικώπιν
-
9 ἑλικῶπιν
-
10 ελικώπιδα
-
11 ἑλικώπιδα
-
12 ελικώπιδας
-
13 ἑλικώπιδας
-
14 ελικώπιδες
ἑλικώ̱πιδες, ἑλίκωψwith rolling eyes: fem nom /voc plἑλικῶπιςwith rolling eyes: fem nom /voc pl -
15 ἑλικώπιδες
ἑλικώ̱πιδες, ἑλίκωψwith rolling eyes: fem nom /voc plἑλικῶπιςwith rolling eyes: fem nom /voc pl -
16 ελικώπιδι
-
17 ἑλικώπιδι
-
18 ελικώπιδος
-
19 ἑλικώπιδος
-
20 ἑλίκωψ
A with rolling eyes, quick-glancing, as a mark of youth and spirits (not in Od.),ἑλίκωπες Ἀχαιοί Il.1.389
, al.; ἑλικῶπις κούρη ib.98; , cf. Sapph.Supp. 20a.5; παρθένοι, Ἀφροδίτη, Pi.Pae.2.99,P.6.1.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑλικῶπις — ἑλίκωψ with rolling eyes fem nom sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελικώπις — η βλ. ελίκωψ … Dictionary of Greek
γλαυκώπις — γλαυκῶπις, ( ιδος), η (Α) 1. (για την Αθηνά) αυτή που έχει λαμπερά ή γκριζογάλανα μάτια 2. γλαυκός («γλαυκῶπις ἐλαία, σελήνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + ωπις < ωψ, ωπός, «μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπις, βοώπις, ελικώπις). Η αρχική σημασία τού … Dictionary of Greek
γοργώψ — ( ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α) 1. ο γοργωπός 2. θηλ. γοργῶπις, η επίθετο τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + ωψ, ωπός < ωψ (ωπός) «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. γλαυκώψ και για το θηλ. πρβλ. γλαυκώπις, ελικώπις, ευώπις κ.α)] … Dictionary of Greek
ελίκωψ — ἑλίκωψ, ο, η (θηλ. ἑλικῶπις, η) Α αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές … Dictionary of Greek
ἑλικῶπι — ἑλίκωψ with rolling eyes fem voc sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικῶπιν — ἑλίκωψ with rolling eyes fem acc sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικώπιδα — ἑλικώ̱πιδα , ἑλίκωψ with rolling eyes fem acc sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικώπιδας — ἑλικώ̱πιδας , ἑλίκωψ with rolling eyes fem acc pl ἑλικῶπις with rolling eyes fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικώπιδες — ἑλικώ̱πιδες , ἑλίκωψ with rolling eyes fem nom/voc pl ἑλικῶπις with rolling eyes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικώπιδι — ἑλικώ̱πιδι , ἑλίκωψ with rolling eyes fem dat sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)