Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑλίκωψ

См. также в других словарях:

  • ελίκωψ — ἑλίκωψ, ο, η (θηλ. ἑλικῶπις, η) Α αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές …   Dictionary of Greek

  • ἑλίκωψ — with rolling eyes masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικῶπι — ἑλίκωψ with rolling eyes fem voc sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικῶπιν — ἑλίκωψ with rolling eyes fem acc sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικῶπις — ἑλίκωψ with rolling eyes fem nom sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικώπων — ἑλίκωψ with rolling eyes masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίκωπας — ἑλίκωψ with rolling eyes masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίκωπες — ἑλίκωψ with rolling eyes masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίκωπος — ἑλίκωψ with rolling eyes masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

  • ελικωπός — ἑλικωπός, όν (Α) ο ελίκωψ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»