Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἴκτρ

См. также в других словарях:

  • οἴκτρ' — οἰκτρά , οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc pl οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc dual οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οἰκτρέ , οἰκτρός pitiable masc voc sg οἰκτραί , οἰκτρός pitiable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶκτρ' — οἰκτρά , οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc pl οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc dual οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οἰκτρέ , οἰκτρός pitiable masc voc sg οἰκτραί , οἰκτρός pitiable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικτίρω — (ΑΜ οἰκτίρω και οἰκτείρω, Α και οἰκτειρῶ, έω, αιολ. τ. οικτίρρω) αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, λυπάμαι κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, συμπονώ («ἐμὲ δὲ οἰκτίρεις ἐπὶ τῆ πενίᾳ», Ξεν.) νεοελλ. περιφρονώ, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἰκτίρω (< *οικτίρ jω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»