-
1 οικτρός
-
2 οἰκτρός
-
3 οἰκτρός
A pitiable,κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον οἰκτρός Il.11.242
, cf. A.Supp.61(lyr.), S.OT58, etc.: c. gen., to be pitied for..,Plu.
Flam.13.2 of things, pitiable, lamentable,ἕτερα πεπόνθαμεν -ότερα Hdt.7.46
;οἰκτρὰ λογοποιοῦντες X.Cyr.2.2.13
;συμφορὰ οἰ. Pi.O.7.77
;- ότατος θάνατος Id.P.3.42
; πημοναί, ἄλγος, A.Pr. 240, 435 (lyr.), etc.;οἰκτρὰ γὰρ βόσκειν [ἡ κήρ] S.Ph. 1167
(lyr.) ; οἰκτρόν [ ἐστι] c. inf., A.Th. 321 (lyr.).3 in contemptuous sense, οἰ. τέκνα sorry fellows, Aus.Epigr.57 ;παιδίσκη Porph.Chr.23
;οἰ. τραγῳδία
miserable,Eust.
1691.34.II in act. sense, wailing piteously, piteous,- οτάτην δ' ἤκουσα ὄπα Od.11.421
, cf. S.El. 1067 (lyr.) ; οἰκτρᾶς γόον ὄρνιθος, of the nightingale, Id.Aj. 629(lyr.): neut. pl. as Adv.,οἴκτρ' ὀλοφυρομένη Od.4.719
, cf. 10.409, al.: regul. Adv. , S.El. 102 (anap.), al., And.4.39, Lys.32.10 : [comp] Comp.- ότερα AP10.65
(Pall.): [comp] Sup. .—Besides οἰκτρότερος, οἰκτρότατος, we find [comp] Sup. οἴκτιστος (q. v.) ; οἰκτότερον is f.l. in Hdt.7.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκτρός
-
4 οἰκτρός
οἰκτρός ( οἶκτος), mitleidswerth, beklagenswerth, elend; Hom. vrbdt οἴκτρ' ὀλοφύρεσϑαι, erbärmlich klagen, z. B. Od. 4, 719; τούτων καὶ οἰκτρότερ' ἄλλ' ἀγορεῦσαι, 11, 381; οἰκτροτάτην ἤκουσα ὄπα, 421; vgl. Soph. κατά μοι βόασον οἰκτρὰν ὄπα, τοῖς ἔνερϑ' Ἀτρείδαις, die klagende Stimme, El. 1067; οἰκτροὺς λόγους, Eur. I. A. 981, οἰκτρὸν δάκρυ, Suppl. 96, οἰκτρὸν ἀνεβόασεν, Hel. 184; συμφορᾶς οἰκτρᾶς, Pind. Ol. 7, 77; οἰκτροτάτῳ ϑανάτῳ, P. 3, 42; στένουσιν ἄλγος οἰκτρόν, Aesch. Prom. 433; ἄλοχος, Suppl. 59; ὡς οἰκτρῶς ἔχω, Soph. Tr. 1069; bei Eur. im superl., οἰκτρότατα ἄχεα, Med. 649; in Prosa, ἕτερα τούτου πεπόνϑαμεν οἰκτρότερα, Her. 7, 46; οἰκτρὸν ἂν εἴη τὸ πάϑος, Plat. Phaed. 90 c; Folgde; bei Agath. 4 (V, 216) οἰκτρότατος im Ggstz von ὑπερφίαλος. Den unregelmäßigen superl. οἴκτιστος s. oben.
-
5 οικτρος
31) достойный сожаления, внушающий сострадание(συμφορά Pind.; ἄλγος Aesch.)
οἰ. τῆς μεταβολῆς Plut. — вызывающий сострадание своей превратной судьбой2) жалостный, жалобный, горестный(λόγοι, δάκρυ Eur.; ὄψ Soph.)
-
6 οἰκτρός
1 sad, pitiful λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκύ” O. 7.77 “ οἰκτροτάτῳ θανάτῳ” P. 3.42 -
7 οἰκτρός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > οἰκτρός
-
8 οἰκτρός
οἰκτρός, mitleidswert, beklagenswert, elend; οἴκτρ' ὀλοφύρεσϑαι, erbärmlich klagen; κατά μοι βόασον οἰκτρὰν ὄπα, τοῖς ἔνερϑ' Ἀτρείδαις, die klagende Stimme -
9 οικτρός
-
10 οἰκτρός
3 жалкий, достойный сожаления -
11 οἰκτρός
-ή,-όν A 0-0-1-0-3=4 Jer 6,26; 3 Mc 5,24; 4 Mc 15,18; Wis 18,10pitiable, lamentable (of pers.) 4 Mc 15,18; id. (of things) Wis 18,10τὴν οἰκτροτάτην θεωρίαν the most piteous spectacle 3 Mc 5,24 -
12 οικτρός
pitoyable -
13 οικτρός
1) nędzny przym.2) żałosny przym. -
14 οικτρός
1) bídný2) ubohý3) žalostný -
15 οικτρός
pitifulΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οικτρός
-
16 ἄν-οικτρος
ἄν-οικτρος, kein Mitleid findend, verdienend, Eur. I. T. 227. – Adv., Ant. Lib. 39.
-
17 pitoyable
οικτρός -
18 οίκτρ'
οἰκτρά, οἰκτρόςpitiable: neut nom /voc /acc plοἰκτρά̱, οἰκτρόςpitiable: fem nom /voc /acc dualοἰκτρά̱, οἰκτρόςpitiable: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)οἰκτρέ, οἰκτρόςpitiable: masc voc sgοἰκτραί, οἰκτρόςpitiable: fem nom /voc pl——————οἰκτρά, οἰκτρόςpitiable: neut nom /voc /acc plοἰκτρά̱, οἰκτρόςpitiable: fem nom /voc /acc dualοἰκτρά̱, οἰκτρόςpitiable: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)οἰκτρέ, οἰκτρόςpitiable: masc voc sgοἰκτραί, οἰκτρόςpitiable: fem nom /voc pl -
19 οικτρόταθ'
οἰκτρότατα, οἰκτρόςpitiable: adverbial superlοἰκτρότατα, οἰκτρόςpitiable: neut nom /voc /acc superl plοἰκτρότατε, οἰκτρόςpitiable: masc voc superl sgοἰκτρόταται, οἰκτρόςpitiable: fem nom /voc superl pl -
20 οἰκτρόταθ'
οἰκτρότατα, οἰκτρόςpitiable: adverbial superlοἰκτρότατα, οἰκτρόςpitiable: neut nom /voc /acc superl plοἰκτρότατε, οἰκτρόςpitiable: masc voc superl sgοἰκτρόταται, οἰκτρόςpitiable: fem nom /voc superl pl
См. также в других словарях:
οἰκτρός — pitiable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ … Dictionary of Greek
οικτρός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί τον οίκτο, αξιολύπητος. 2. ελεεινός, άθλιος: Το θέαμα ήταν οικτρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκτρά — οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc pl οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc dual οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότερον — οἰκτρός pitiable adverbial comp οἰκτρός pitiable masc acc comp sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτροτάτων — οἰκτρός pitiable fem gen superl pl οἰκτρός pitiable masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρῶν — οἰκτρός pitiable fem gen pl οἰκτρός pitiable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρόν — οἰκτρός pitiable masc acc sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότατα — οἰκτρός pitiable adverbial superl οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότατον — οἰκτρός pitiable masc acc superl sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτραῖν — οἰκτρός pitiable fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)