-
1 οἰκέται
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οἰκέται
-
2 οικετης
I- ου ὅ1) член семьи, домочадец(οἰκέται τε καὴ δοῦλοι Plat.)
2) слуга, раб(ὅ βοῦς ἀντ΄ οἰκέτου τοῖς πένησίν ἐστιν Arst.; οἱ οἰκέται ὑποτασσόμενοι τοῖς δεσπόταις NT.)
II(βίος Eur.)
-
3 δεμας
Iτό только nom. и преимущ. acc. sing.1) телосложение, осанка, тж. стан, рост или телоοὐ δ. οὐδὲ φυήν Hom. — ни телом, ни внешностью;
μικρὸς δ. Hom. — малорослый;κύων καλὸς δ. Hom. — красивая собака2) тело, труп(νεκρὸν δ. Batr.; ἄθαπτον δ. Soph.; πυρὴ καθήγνισται δ. Eur.)
3) в описанияхοἰκετῶν δ. Soph. = οἰκέται;
μητρῷον δ. Aesch. = μητέρα;οὐρανοῦ δ. Eur. = οὀρανόςII(πυρὸς δ. Hom.; οἰνάνθης δ. Soph.)
-
4 δημιουργεω
1) заниматься ручным трудом, быть ремесленником, работатьτὰ δημιουργούμενα Arst. — ремесленные изделия2) создавать, строить(χώματα καὴ μνήματα Plut.)
τέχναι δημιουργοῦσαι Plat. — производственные искусства3) создавать, творить(ἥ φύσις οὐδὲν μάτην δημιουργεῖ Arst.)
ἥ δύναμις δημιουργοῦσα Arst. — творческая сила;4) воспитывать(τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν Plat.)
5) быть демиургом(Plat. - см. δημιουργός 5)
-
5 εξεταζω
(fut. ἐξετάσω и ἐξετῶ, aor. ἐξήτασα, pf. ἐξήτακα: pass.: pf. ἐξήτασμαι, aor. ἐξητάσθην)1) рассматривать, исследовать, испытывать(περί τινος Plat. и τι Arph., Plat., Arst., Dem., Polyb.)
πρὸς τὸ πάνθ΄ ὑφ΄ ἑαυτῷ ποιήσασθαι τοὺς λογισμοὺς ἐ. Dem. — рассматривать все с точки зрения эгоистических целей2) воен. производить (о)смотр, осматривать(τέν συμμαχίαν Thuc.; τὸν στρατόν Plut.; ἥ δύναμις ἐξητασμένη Dem.)
3) (рас)спрашиватьἐάν τίς δε ταῦτα ἐξετάζῃ, τί ἐρεῖς ; Plat. — если кто-л. спросит тебя об этом, что ты ответишь?
4) подвергать допросу, допрашивать(ἐ. καὴ ἐλέγχειν τινά Plat.; οἰκέται ὑπὸ τῶν δεσποτῶν ἐξεταζόμενοι Dem.)
5) сопоставлять, сравнивать(παρ΄ ἄλληλά τι καί τι Dem.; τοὺς λόγους παρ΄ ἀλλήλους Isocr.)
6) (путем исследования) устанавливать, обнаруживать, выявлять(τοὺς κακούς τε κἀγαθούς Xen.; τοὺς χρηοίμους τῷ δήμῳ Dem.)
τὰ ὀνείδη ἐξετασθήσεται Dem. — эти позорные деяния будут раскрыты;ἐὰν μέ παρὼν ἐξετάζηται τοῖς ξυλλόγοις Plat. — если окажется, что он не присутствовал на собраниях7) pass. (по)являться(πανταχοῦ Dem.)
8) обозревать, перечислять(τὰ ἁμαρτήματά τινος Isocr.; τινάς Dem.)
9) pass. причисляться, относиться, принадлежать(τῶν ἐχθρῶν и μετὰ τῶν μηδὲν ἠδικηκότων Dem.; ἐν τοῖς ἱππικοῖς Plut.)
-
6 θορυβεω
1) производить шум, шуметь(οἱ οἰκέται ἔπινον καὴ ἐθορύβουν Xen.; καταγελᾶν καὴ θ. Plat.)
2) шуметь в знак одобренияτεθορυβημένος λόγος Isocr. — речь, встреченная шумным одобрением
3) шуметь в знак неодобрения(τινος ἕνεκα Plat.; πρός τινα Thuc.; ἀκροαταὴ θορυβοῦντες Arst.)
μέ θορυβεῖτε ἐφ΄ οἷς ἂν λέγω Plat. — не шумите по поводу того, что я говорю4) смущать криками, тревожить, приводить в замешательство(τέν πόλιν NT.)
ἐπειρῶντο θ. Thuc. — (афиняне) пытались повергнуть неприятеля в смятение;θορυβούμενος ὅ Φρύνιχος ἀποστέλλει αὖθις πρὸς τὸν Ἀστύοχον Thuc. — встревоженный Фриних еще раз пишет Астиоху;τεθορυβημένος ὑπὸ τῶν λεγομένων Plat. — расстроенный сказанным;εἴ τινας θορυβουμένους αἴσθοιτο Xen. — заметив среди некоторых (солдат) смятение;μέ θορυβεῖσθε NT. — не тревожьтесь -
7 φιλοδεσποτος
См. также в других словарях:
οἰκέται — οἰκέτης household slave masc nom/voc pl οἰκέτᾱͅ , οἰκέτης household slave masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(σ)οικέται — (Α) βλ. μεσοικέτης … Dictionary of Greek
РАБСТВО — • Δου̃λος, δουλοσύνή, Состояние личной неволи у греков было разнообразно как по своим причинам, так и по своим проявлениям. Так, мы встречаем во многих греческих государствах состояние неволи, соответствовавшее по своим проявлениям и… … Реальный словарь классических древностей
ROTAE supplicium — apud Graecos iam olim in usu, Suidae Ο῎ργανον fuit βαςανιςτήριον καὶ διατεῖνον τὰ σώματα, instrumentum hominibus excruciandis inventum, corpora distendens. Et alibi ξύλινόν τι, εν ᾧ δεςμούμενοι οἱ οἰκέται ἐκολάζοντο, lignum quoddam, in quo servi… … Hofmann J. Lexicon universale
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek
οικέτης — οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης) μσν. μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίας αρχ. 1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί 2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek