-
1 οινοποσία
οἰνοποσίᾱ, οἰνοποσίαdrinking of wine: fem nom /voc /acc dualοἰνοποσίᾱ, οἰνοποσίαdrinking of wine: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————οἰνοποσίᾱͅ, οἰνοποσίαdrinking of wine: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 οἰνοποσία
Βλ. λ. οινοποσία -
3 οἰνοποσίᾳ
Βλ. λ. οινοποσία -
4 οἰνοποσία
οἰνο-ποσία, ἡ,A drinking of wine, Hp.Acut.37, Arist.Pr. 871a1 (in tit.);οἰνοποσίας ἀγωνία Ael.VH2.41
, cf. CIG 3028 ([place name] Ephesus), Supp.Epigr.4.598.9 (Teos, i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνοποσία
-
5 οινοποσίας
οἰνοποσίᾱς, οἰνοποσίαdrinking of wine: fem acc plοἰνοποσίᾱς, οἰνοποσίαdrinking of wine: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 οἰνοποσίας
οἰνοποσίᾱς, οἰνοποσίαdrinking of wine: fem acc plοἰνοποσίᾱς, οἰνοποσίαdrinking of wine: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 οινοποσίαι
-
8 οἰνοποσίαι
-
9 οινοποσίαν
-
10 οἰνοποσίαν
-
11 οινοποσιών
-
12 οἰνοποσιῶν
-
13 οινοποσίαις
-
14 οἰνοποσίαις
-
15 οινοποσίη
-
16 οἰνοποσίη
-
17 οινοποσίης
-
18 οἰνοποσίης
См. также в других словарях:
οἰνοποσία — οἰνοποσίᾱ , οἰνοποσία drinking of wine fem nom/voc/acc dual οἰνοποσίᾱ , οἰνοποσία drinking of wine fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσίᾳ — οἰνοποσίᾱͅ , οἰνοποσία drinking of wine fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοποσία — η (Α οἰνοποσία) πόση οίνου νεοελλ. κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών, υπέρμετρη χρήση οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοπότης ή απευθείας < οἶνος + πόσις < πίνω)] … Dictionary of Greek
οινοποσία — η το να πίνει κανείς πολύ κρασί: Πέθανε από υπερβολική οινοποσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰνοποσίας — οἰνοποσίᾱς , οἰνοποσία drinking of wine fem acc pl οἰνοποσίᾱς , οἰνοποσία drinking of wine fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσίαι — οἰνοποσίᾱͅ , οἰνοποσία drinking of wine fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσίαν — οἰνοποσίᾱν , οἰνοποσία drinking of wine fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσιῶν — οἰνοποσία drinking of wine fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσίαις — οἰνοποσία drinking of wine fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσίη — οἰνοποσία drinking of wine fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσίης — οἰνοποσία drinking of wine fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)