-
1 οἰνοποσία
οἰνο-ποσία, ἡ,A drinking of wine, Hp.Acut.37, Arist.Pr. 871a1 (in tit.);οἰνοποσίας ἀγωνία Ael.VH2.41
, cf. CIG 3028 ([place name] Ephesus), Supp.Epigr.4.598.9 (Teos, i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνοποσία
См. также в других словарях:
ευποσία — εὐποσία, ή (ΑΜ) μσν. κρασοκατάνυξη αρχ. 1. ευκαρπία, αφθονία 2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποσία (< πότης), πρβλ. οινο ποσία] … Dictionary of Greek
ευκρατοποσία — εὐκρατοποσία, ἡ (Α) το να πίνει κάποιος εύκρατο* οίνο, κρασί αναμιγμένο σε καλή αναλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύκρατος + ποσία < ποτος < πίνω (πρβλ. δυσ κατα ποσία, φιλο ποσία)] … Dictionary of Greek