-
1 οἰνοποσία
οἰνο-ποσία, ἡ, das Weintrinken -
2 οἰνο-πόσιον
οἰνο-πόσιον, τό, = οἰνοποσία, Sp.
См. также в других словарях:
οἰνοποσία — οἰνοποσίᾱ , οἰνοποσία drinking of wine fem nom/voc/acc dual οἰνοποσίᾱ , οἰνοποσία drinking of wine fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσίᾳ — οἰνοποσίᾱͅ , οἰνοποσία drinking of wine fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοποσία — η (Α οἰνοποσία) πόση οίνου νεοελλ. κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών, υπέρμετρη χρήση οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοπότης ή απευθείας < οἶνος + πόσις < πίνω)] … Dictionary of Greek
οινοποσία — η το να πίνει κανείς πολύ κρασί: Πέθανε από υπερβολική οινοποσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰνοποσίας — οἰνοποσίᾱς , οἰνοποσία drinking of wine fem acc pl οἰνοποσίᾱς , οἰνοποσία drinking of wine fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσίαι — οἰνοποσίᾱͅ , οἰνοποσία drinking of wine fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσίαν — οἰνοποσίᾱν , οἰνοποσία drinking of wine fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσιῶν — οἰνοποσία drinking of wine fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσίαις — οἰνοποσία drinking of wine fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσίη — οἰνοποσία drinking of wine fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοποσίης — οἰνοποσία drinking of wine fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)