-
121 οἰκτράς
-
122 οικτρέ
-
123 οἰκτρέ
-
124 οικτρή
-
125 οἰκτρή
-
126 οικτρήν
-
127 οἰκτρήν
-
128 οικτρότατε
См. также в других словарях:
οἰκτρός — pitiable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ … Dictionary of Greek
οικτρός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί τον οίκτο, αξιολύπητος. 2. ελεεινός, άθλιος: Το θέαμα ήταν οικτρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκτρά — οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc pl οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc dual οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότερον — οἰκτρός pitiable adverbial comp οἰκτρός pitiable masc acc comp sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτροτάτων — οἰκτρός pitiable fem gen superl pl οἰκτρός pitiable masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρῶν — οἰκτρός pitiable fem gen pl οἰκτρός pitiable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρόν — οἰκτρός pitiable masc acc sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότατα — οἰκτρός pitiable adverbial superl οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότατον — οἰκτρός pitiable masc acc superl sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτραῖν — οἰκτρός pitiable fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)