Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

οἰκτρός

  • 1 pitoyable

    οικτρός

    Dictionnaire Français-Grec > pitoyable

  • 2 Dismal

    adj.
    Of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός.
    Of colour, black: P. and V. μέλας, V. μελάγχιμος.
    Despondent: P. and V. θυμος (Xen.), V. δύσθυμος, δύσφρων.
    Miserable, wretched: P. and V. οἰκτρός, θλιος, ταλαίπωρος, Ar. and V. τλας, V. δυστλας; see Miserable.
    Mournful (of things): P. and V. θλιος. οἰκτρός, ταλαίπωρος. V. πολύστονος, δύσοιστος, πένθιμος.
    Troublesome, dreary: P. and V. ὀχληρός, βαρύς, δυσχερής, V. πολπονος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dismal

  • 3 Forlorn

    adj.
    P. and V. οἰκτρός, θλιος, ταλαίπωρος, Ar. and V. τλας, V. δυστλας: see Miserable.
    Mournful ( of things): P. and V. ἄθλιος, οἰκτρός, ταλαίπωρος, V. πολύστονος, δσοιστος, πένθιμος.
    Helpless: P. and V. πορος, μήχανος (rare P.).
    Solitary: P. and V. ἐρῆμος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Forlorn

  • 4 Melancholy

    adj.
    Dejected: P. and V. θυμος (Xen.), V. δύσθυμος, κατηφής, δύσφρων.
    Be melancholy, v.: P. and V. θυμεῖν, V. δυσθυμεῖσθαι.
    Sad, unhappy: P. and V. ταλαίπωρος, θλιος, οἰκτρός, Ar. and V. τλας, τλήμων. V. δυστλας; see And.
    Lamentable: P. and V. θλιος, πικρός, οἰκτρός, βαρύς, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, δυσθρήνητος, πάγκλαυτος; see Sad.
    Melancholy ( of looks): P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός.
    ——————
    subs.
    Dejection: P. and V. θυμία, ἡ, δυσθυμία, ἡ (Plat.).
    Grief: P. ταλαιπωρία, ἡ, Ar. and V. ἄλγος, τό, χος, τό, V. δύη, ἡ. πῆμα, τό, πημονή, ἡ, οἰζς, ἡ, πένθος, τό (in P., outward signs of mourning); see Sadness.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Melancholy

  • 5 Mournful

    adj.
    Dejected: P. and V. θυμος (Xen.), V. δύσθυμος, κατηφής, δύσφρων.
    Sad, unhappy: P. and V. ταλαίπωρος, θλιος, οἰκτρός, Ar. and V. τλας, τλήμων, V. δυστλας.
    Lamentable: P. and V. θλιος, πικρός, οἰκτρός, βαρύς, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, δυσθρήνητος, πάγκλαυτος; see Sad.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mournful

  • 6 Unhappy

    adj.
    Unfortunate: P. and V. δυσδαίμων, δυστυχής, τυχής (Eur., Heracl. 460 but rare V.), Ar. and V. δύσποτμος, δύσμορος (also Antipho. but rare P.), V. μοιρος (also Plat. but rare P.), ἄμμορος, νολβος, δύσμοιρος, Ar. κακοδαίμων; see Sad.
    Inauspicious: see Inauspicious.
    Miserable: P. and V. ταλαίπωρος, θλιος, οἰκτρός, Ar. and V. τλήμων, τλας, σχέτλιος, δύστηνος, δείλαιος (rare P.), πανθλιος, V. δϊος, μέλεος, δυστλας, παντλας, παντλήμων.
    Dejected: P. and V. θυμος (Xen.); see Dejected.
    Lamentable: P. and V. οἰκτρός, θλιος, κακός, V. πανδάκρυτος; see Lamentable.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unhappy

  • 7 жалкий

    жалк||ий
    прил
    1. (вызывающий жалость) οίκτρός, ἀξιολύπητος, κακόμοιρος/ ἐλεεινός (с оттенком презрения):
    \жалкийая улыбка κακομοίρικο χαμόγελο· \жалкий вид ἡ ἐλεεινή δψη· быть \жалкийим εἶμαι ἀξιολύπητος·
    2. (ничтожный) ἄθλιος, τιποτένιος:
    \жалкийая роль ὁ τιποτένιος ρόλος· \жалкий трус ἐλεεινός φοβιτσιάρης· \жалкийο
    1. нареч οίκτρά [-ώς], ἀξιολύπητα, κακόμοιρα, ἐλεεινά:
    \жалкийο выглядеть ἔχω ἀξιολύπητη δψη·
    2. предик безл κρίμα:
    мне очень \жалкийο, что... λυπάμαι πολύ πού...

    Русско-новогреческий словарь > жалкий

  • 8 плачевный

    плач||евный
    прил ἀξιοθρήνητος, ὁΙκτρός:
    в \плачевныйевном состоянии σέ ἀξιοθρήνητη κατάσταση.

    Русско-новогреческий словарь > плачевный

  • 9 pathetic

    [pə'Ɵetik]
    1) (causing pity: The lost dog was a pathetic sight.) αξιολύπητος
    2) (weak and useless: a pathetic attempt.) οικτρός

    English-Greek dictionary > pathetic

  • 10 жалкий

    [ζάλκιΐ] εκ. οικτρός, κακόμοιρος

    Русско-греческий новый словарь > жалкий

  • 11 жалкий

    [ζάλκιϊ] επ οικτρός, κακόμοιρος

    Русско-эллинский словарь > жалкий

  • 12 жалкий

    επ., βρ: -лок, -лка, -лко.
    1. ελεεινός, αξιολύπητος, οικτρός•

    -ое зрелище ελεεινό θέαμα•

    жалкий вид ελεεινή όψη•

    -ая улыбка (παρά)πονεμένο χαμόγελο•

    быть -им είμαι αξιολύπητος•

    он находится в -ом состоянии (ή положении) αυτός βρίσκεται σε ελεεινή κατάσταση.

    || κακόμοιρος, καημένος, ταλαίπωρημένος, μαύρος.
    2. άθλιος, ευτελής• τιποτένιος•

    жалкий человек άθλιος άνθρωπος•

    -ие остатки ελεεινά υπολείμματα•

    -ая роль τιποτένιος ρόλος•

    жалкий трус ελεεινός κιοτής.

    3. (διαλκ. κ. παλ.) βλ. жалобный.
    εκφρ.
    - ие слова – λόγια πονεικά, συγκινητικά.

    Большой русско-греческий словарь > жалкий

  • 13 печальный

    επ.
    1. θλιμμένος, λυπημένος πικραμένος•

    очень печальный περίλυπος.

    2. λυπηρός, θλιβερός, λυπητερός οδυνηρός, αλγηνός.
    3. αξ ι-ολύπητος, οικτρός.

    Большой русско-греческий словарь > печальный

  • 14 Disconsolate

    adj.
    Miserable: P. and V. θλιος, ταλαίπωρος, Ar. and V. τλας. τλήμων, δύστηνος; see Miserable.
    Desolate: P. and V. ἐρῆμος.
    Pitiable: P. and V. οἰκτρός, P. ἐλεεινός, Ar. and V. ἐλεινός.
    Despondent: P. and V. θυμος (Xen.), V. δυσθυμος, κατηφής, δύσφρων.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disconsolate

  • 15 Doleful

    adj.
    Sad: P. and V. ταλαίπωρος, θλιος, οἰκτρός, Ar. and V. τλήμων, τλας, δύστηνος, V. δυστλας, παντλας, παντλήμων, μέλεος, δϊος; see Miserable.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Doleful

  • 16 Feeling

    subs.
    Sense of touch: P. ἁφή, ἡ, ἐπαφή, ἡ.
    Sensation: P. πάθος, τό, πάθημα, τό.
    Distress: P. and V. ἔκπληξις, ἡ.
    Perception: P. and V. αἴσθησις, ἡ, V. αἴσθημα, τό; see Perception.
    Good feeling: P. εὐγνωμοσύνη, ἡ.
    Friendly feeling: P. and V. εὔνοια, ἡ.
    I understand your feeling: use P. and V. γιγνώσκω ἃ πάσχετε.
    A feeling of anger: use simply anger.
    Opinion: P. and V. δόξα, ἡ, γνώμη, ἡ; see Opinion.
    ——————
    adj.
    Considerate: P. and V. φιλάνθρωπος, ἐπιεικής, P. εὐγνώμων.
    Touching: P. and V. οἰκτρός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Feeling

  • 17 Grievous

    adj.
    P. and V. λυπηρός, βαρύς, θλιος, οἰκτρός, νιαρός, ἀλγεινός, ἐπαχθής, δυσχερής, ὀχληρός, πικρός, V. λυπρός, δύσφορος (Xen. also but rare P.), δύσοιστος, ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), Ar. ἀργαλέος.
    Lamentable: V. πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, πάγκλαυτος, δυσθρήνητος, βαρύστονος.
    Unfortunate ( of things): P. and V. κακός, δυστυχής.
    Terrible: P. and V. δεινός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grievous

  • 18 Hapless

    adj.
    P. and V. δυστυχής, δυσδαίμων, τυχής (Eur., Heracl. 460, but rare V.), Ar. and V. δύσποτμος, δύσμορος (also Ant. but rare P.), V. μοιρος, (also Plat. but rare P.), ἄμμορος, νολβος.
    Unhappy: P. and V. ταλαίπωρος, θλιος, οἰκτρός, Ar. and V. τλήμων, τλας, σχέτλιος, δύστηνος, V. δϊος, δυστλας; see Miserable.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hapless

  • 19 Lamentable

    adj.
    P. and V. νιαρός, λυπηρός, θλιος, ἀλγεινός, πικρός, οἰκτρός, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), λυπρός, ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, δυσθρήνητος, πάγκλαυτος, βαρύστονος; see also Piteous.
    Unfortunate: P. and V. κακός, δυστυχής; see Unfortunate.
    Terrible: P. and V. δεινός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lamentable

  • 20 Miserable

    adj.
    P. and V. ταλαίπωρος, θλιος, οἰκτρός, μοχθηρός (Plat.), Ar. and V. τλας, τλήμων, πολύπονος, V. δυσταλς.
    Utterly miserable: Ar. and V. πανθλιος. V. παντλας, παντλήμων.
    Dejected: P. and V. θυμος (Xen.). V. δύσθυμος, δύσφρων.
    Wretched, unfortunate: P. and V. δυστυχής, δυσδαίμων, τυχής (Eur., Heracl. 460, but rare V.), V. μοιρος (also Plat. but rare P.), ἄμμορος, Ar. and V. σχέτλιος. δύστηνος, δείλαιος (rare P.), V. δϊος μέλεος, νολβος, Ar. κακοδαίμων; see Unhappy.
    Distressing: P. and V. βαρς, ὀχληρός, λυπηρός, κακός, νιαρός, ἀλγεινός, ἐπαχθής, δυσχερής, θλιος, Ar. and P. χαλεπός, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), λυπρός, ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), δύσοιστος.
    Lamentable: V. πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, πάγκλαυτος. δυσθρήνητος.
    Sorry, mean: P. and V. φαῦλος, κακός, Ar. and P. μοχθηρός, πονηρός, V. δείλαιος.
    Inefficient: P. and V. φαῦλος, κακός, εὐτελής, Ar. and P. πονηρός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Miserable

См. также в других словарях:

  • οἰκτρός — pitiable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ …   Dictionary of Greek

  • οικτρός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί τον οίκτο, αξιολύπητος. 2. ελεεινός, άθλιος: Το θέαμα ήταν οικτρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκτρά — οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc pl οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc dual οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτρότερον — οἰκτρός pitiable adverbial comp οἰκτρός pitiable masc acc comp sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτροτάτων — οἰκτρός pitiable fem gen superl pl οἰκτρός pitiable masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτρῶν — οἰκτρός pitiable fem gen pl οἰκτρός pitiable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτρόν — οἰκτρός pitiable masc acc sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτρότατα — οἰκτρός pitiable adverbial superl οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτρότατον — οἰκτρός pitiable masc acc superl sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτραῖν — οἰκτρός pitiable fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»