-
1 pitoyable
οικτρός -
2 Dismal
adj.Of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dismal
-
3 Forlorn
adj.Solitary: P. and V. ἐρῆμος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Forlorn
-
4 Melancholy
adj.Sad, unhappy: P. and V. ταλαίπωρος, ἄθλιος, οἰκτρός, Ar. and V. τάλας, τλήμων. V. δυστάλας; see And.Lamentable: P. and V. ἄθλιος, πικρός, οἰκτρός, βαρύς, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, δυσθρήνητος, πάγκλαυτος; see Sad.——————subs.Grief: P. ταλαιπωρία, ἡ, Ar. and V. ἄλγος, τό, ἄχος, τό, V. δύη, ἡ. πῆμα, τό, πημονή, ἡ, οἰζύς, ἡ, πένθος, τό (in P., outward signs of mourning); see Sadness.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Melancholy
-
5 Mournful
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mournful
-
6 Unhappy
adj.Unfortunate: P. and V. δυσδαίμων, δυστυχής, ἀτυχής (Eur., Heracl. 460 but rare V.), Ar. and V. δύσποτμος, δύσμορος (also Antipho. but rare P.), V. ἄμοιρος (also Plat. but rare P.), ἄμμορος, ἄνολβος, δύσμοιρος, Ar. κακοδαίμων; see Sad.Inauspicious: see Inauspicious.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unhappy
-
7 жалкий
жалк||ийприл1. (вызывающий жалость) οίκτρός, ἀξιολύπητος, κακόμοιρος/ ἐλεεινός (с оттенком презрения):\жалкийая улыбка κακομοίρικο χαμόγελο· \жалкий вид ἡ ἐλεεινή δψη· быть \жалкийим εἶμαι ἀξιολύπητος·2. (ничтожный) ἄθλιος, τιποτένιος:\жалкийая роль ὁ τιποτένιος ρόλος· \жалкий трус ἐλεεινός φοβιτσιάρης· \жалкийο1. нареч οίκτρά [-ώς], ἀξιολύπητα, κακόμοιρα, ἐλεεινά:\жалкийο выглядеть ἔχω ἀξιολύπητη δψη·2. предик безл κρίμα:мне очень \жалкийο, что... λυπάμαι πολύ πού... -
8 плачевный
плач||евныйприл ἀξιοθρήνητος, ὁΙκτρός:в \плачевныйевном состоянии σέ ἀξιοθρήνητη κατάσταση. -
9 pathetic
[pə'Ɵetik]1) (causing pity: The lost dog was a pathetic sight.) αξιολύπητος2) (weak and useless: a pathetic attempt.) οικτρός• -
10 жалкий
[ζάλκιΐ] εκ. οικτρός, κακόμοιρος -
11 жалкий
[ζάλκιϊ] επ οικτρός, κακόμοιρος -
12 жалкий
επ., βρ: -лок, -лка, -лко.1. ελεεινός, αξιολύπητος, οικτρός•-ое зрелище ελεεινό θέαμα•
- ое существо ελεεινό υποκείμενο (ή ύπαρξη)•
жалкий вид ελεεινή όψη•
-ая улыбка (παρά)πονεμένο χαμόγελο•
быть -им είμαι αξιολύπητος•
он находится в -ом состоянии (ή положении) αυτός βρίσκεται σε ελεεινή κατάσταση.
|| κακόμοιρος, καημένος, ταλαίπωρημένος, μαύρος.2. άθλιος, ευτελής• τιποτένιος•жалкий человек άθλιος άνθρωπος•
-ие остатки ελεεινά υπολείμματα•
-ая роль τιποτένιος ρόλος•
жалкий трус ελεεινός κιοτής.
3. (διαλκ. κ. παλ.) βλ. жалобный.εκφρ.- ие слова – λόγια πονεικά, συγκινητικά. -
13 печальный
επ.1. θλιμμένος, λυπημένος πικραμένος•очень печальный περίλυπος.
2. λυπηρός, θλιβερός, λυπητερός οδυνηρός, αλγηνός.3. αξ ι-ολύπητος, οικτρός. -
14 Disconsolate
adj.Desolate: P. and V. ἐρῆμος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Disconsolate
-
15 Doleful
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Doleful
-
16 Feeling
subs.Sense of touch: P. ἁφή, ἡ, ἐπαφή, ἡ.Sensation: P. πάθος, τό, πάθημα, τό.Distress: P. and V. ἔκπληξις, ἡ.Perception: P. and V. αἴσθησις, ἡ, V. αἴσθημα, τό; see Perception.Good feeling: P. εὐγνωμοσύνη, ἡ.Friendly feeling: P. and V. εὔνοια, ἡ.I understand your feeling: use P. and V. γιγνώσκω ἃ πάσχετε.A feeling of anger: use simply anger.——————adj.Considerate: P. and V. φιλάνθρωπος, ἐπιεικής, P. εὐγνώμων.Touching: P. and V. οἰκτρός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Feeling
-
17 Grievous
adj.P. and V. λυπηρός, βαρύς, ἄθλιος, οἰκτρός, ἀνιαρός, ἀλγεινός, ἐπαχθής, δυσχερής, ὀχληρός, πικρός, V. λυπρός, δύσφορος (Xen. also but rare P.), δύσοιστος, ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), Ar. ἀργαλέος.Lamentable: V. πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, πάγκλαυτος, δυσθρήνητος, βαρύστονος.Terrible: P. and V. δεινός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grievous
-
18 Hapless
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hapless
-
19 Lamentable
adj.P. and V. ἀνιαρός, λυπηρός, ἄθλιος, ἀλγεινός, πικρός, οἰκτρός, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), λυπρός, ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, δυσθρήνητος, πάγκλαυτος, βαρύστονος; see also Piteous.Terrible: P. and V. δεινός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lamentable
-
20 Miserable
adj.P. and V. ταλαίπωρος, ἄθλιος, οἰκτρός, μοχθηρός (Plat.), Ar. and V. τάλας, τλήμων, πολύπονος, V. δυσταλάς.Wretched, unfortunate: P. and V. δυστυχής, δυσδαίμων, ἀτυχής (Eur., Heracl. 460, but rare V.), V. ἄμοιρος (also Plat. but rare P.), ἄμμορος, Ar. and V. σχέτλιος. δύστηνος, δείλαιος (rare P.), V. δάϊος μέλεος, ἄνολβος, Ar. κακοδαίμων; see Unhappy.Distressing: P. and V. βαρύς, ὀχληρός, λυπηρός, κακός, ἀνιαρός, ἀλγεινός, ἐπαχθής, δυσχερής, ἄθλιος, Ar. and P. χαλεπός, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), λυπρός, ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), δύσοιστος.Lamentable: V. πολύστονος, πανδάκρυτος, εὐδάκρυτος, πάγκλαυτος. δυσθρήνητος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Miserable
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οἰκτρός — pitiable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ … Dictionary of Greek
οικτρός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί τον οίκτο, αξιολύπητος. 2. ελεεινός, άθλιος: Το θέαμα ήταν οικτρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκτρά — οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc pl οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc dual οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότερον — οἰκτρός pitiable adverbial comp οἰκτρός pitiable masc acc comp sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτροτάτων — οἰκτρός pitiable fem gen superl pl οἰκτρός pitiable masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρῶν — οἰκτρός pitiable fem gen pl οἰκτρός pitiable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρόν — οἰκτρός pitiable masc acc sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότατα — οἰκτρός pitiable adverbial superl οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότατον — οἰκτρός pitiable masc acc superl sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτραῖν — οἰκτρός pitiable fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)