-
1 οικονομική
-
2 οἰκονομικῇ
-
3 οικονομική
οἰκονομικόςpractised in the management of a household: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 οἰκονομική
οἰκονομικόςpractised in the management of a household: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 οικονομική
economicsΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οικονομική
-
6 οικονομικήι
οἰκονομικῇ, οἰκονομικόςpractised in the management of a household: fem dat sg (attic epic ionic) -
7 οἰκονομικῆι
οἰκονομικῇ, οἰκονομικόςpractised in the management of a household: fem dat sg (attic epic ionic) -
8 πολιτικός
A of, for, or relating to citizens, ;οἶκοι Isoc.2.21
; αἱ π. λειτουργίαι, opp. αἱ τῶν μετοίκων, D.20.18; π. κοινωνία, βίος, Arist.Pol. 1252a7, 1254b30;π. νόμος IG9
(1).32.22 (Stiris, ii B. C.), PHal.1.79, cf. PPetr.3p.49 (iii B. C.), Mitteis Chr. 31 vii 9 (ii B. C.); π. χώρα, Lat. ager publicus, Plb.6.45.3;παῖδες π. IG14.748
([place name] Naples); χορὸς π. ib.7.1776 ([place name] Helice); at Rome, π. στρατηγία office of praetor urbanus (i. e. qui inter cives ius dicit), Plu.Brut. 7. Adv. -κῶς, κινεῖν bring a civil action, Cod.Just.4.20.13.1.c πολιτικός, ὁ, official, PTeb.208 (i B. C.), Sammelb. 286 (pl.), POxy. 34 iii 10 (pl., ii A. D.), etc.2 befitting a citizen, civic, civil,ἰσονομία Th.3.82
;σχῆμα π. τοῦ λόγου Id.8.89
;ἀγῶνες X.Mem.2.6.26
;π. ἀρετή Id.Lac. 10.7
; ἡ -ωτάτη ἔρις ib.4.5; τὰ πολιτικά civil affairs, opp. τὰ πολεμικά, Id.Eq.2.1, cf. Hier.9.5; more constitutionly,Arist.
Pol. 1305b10; π. ἀρχή, opp. δεσποτική, ib. 1254b4; observant of social order, Plb.34.14.2. Adv. -κῶς, ἔχειν act like a citizen, in a constitutional manner, Isoc.4.79; οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ π. ἐβίωσαν ib. 151;οὐκ ἴσως οὐδὲ π. D.10.74
; οὕτω.. ἀρχαίως εἶχον, μᾶλλον δὲ π. the Greek states were so much like members of one state, Id.9.48; π. ἄρχειν, opp. βασιλικῶς, Arist.Pol. 1259b1; opp. δεσποτικῶς, ib. 1324a37; of animals, more socially,Id.
HA 589a2: hence,b civil, courteous, Plb.23.5.7. Adv. civilly, courteously,πράως καὶ π. μεμψιμοιρεῖν Id.18.48.7
.3 consisting of citizens or of one's fellow-citizens, τὸ πολιτικόν the community, Hdt.7.103, cf. Th.8.93; τὸ π. στράτευμα, opp. τὸ τῶν συμμάχων, X.HG4.4.19: without στράτευμα, ib.5.3.25, etc.;αἱ π. δυνάμεις Aeschin.3.98
; opp. οἱ σύμμαχοι, D.18.237, cf. 9.48; π. δικαστήριον a court composed of locally appointed citizens, opp. ξενικὸν δ. (one composed of foreigners invited from abroad), SIG306.28 (Tegea, iv B. C.), 976.9 (Samos, ii B. C.);οἱ π. ἱππεῖς καὶ πεζοί Plb.1.9.4
, cf. D.S.19.106; τὰ π. σώματα prob. cj. for τὰ πολεμικὰ σ. in Plb.4.52.7, cf. SIG588.64 (Milet., ii B. C.);σῶμα π. IG12(7).386.25
(Aegiale, iii B. C.); οἱ π., = οἱ πολῖται, ib.22.2316.54.4 living in a community,ἄνθρωπος φύσει π. ζῷον Arist.Pol. 1253a3
;πολιτικὰ δ' ἐστίν, ὧν ἕν τι καὶ κοινὸν γίγνεται πάντων τὸ ἔργον Id.HA 488a7
; also, fit for, characteristic of, free government, Id.Pol. 1287b38, 1294b1; πλῆθος ib. 1288a12.5 secular, opp. ecclesiastical, (Beroea, iii B. C.), cf. 526.35 (Itanus, iii B. C.), OGI267.29 (Pergam., iii B. C.); οἱ π. the laity, Lyd. Mens.3.10.II of or befitting a statesman, statesmanlike,δεινότητες Nausiph.2
; ψυχαὶ -ώτεραι, opp. οἰκονομικώτεραι, X.Cyr.2.2.14, cf. Pl.Alc.1.133e; the statesman,Arist.
Pol. 1252a7, 1274b36, 1276a34; also, title of a dialogue by Plato.III belonging to the state or its administration, political,οἰκείων καὶ π. ἐπιμέλεια Th. 2.40
;τέχνη π. Democr.157
, Pl.Prt. 319a, Grg. 521d; ἡ π. ἐπιστήμη, ἡ π., the science of politics, opp. οἰκονομική, βασιλική, Id.Plt. 259c, 303e (in Arist. politics includes ethics, EN 1094b11, Rh. 1356a27, and is divided into πολιτική (proper) καὶ οἰκονομία καὶ φρόνησις, EE 1218b13, cf. EN 1141b23 sq.);π. πράγματα Isoc.4.113
; ; ; λόγος, title of work by Antipho Soph., Hermog.Id.2.11, etc.; τὰ π. public matters,γνῶναι Th.2.40
, cf. 6.15,89;πράττειν τὰ π. Pl.Grg. 521d
, cf. Ap. 31d, etc.; but τὰ π. βλάπτειν prejudice the weal of the state, Id.R. 407d.2 civil, municipal, opp. natural or general,οὐ γὰρ ἐκ π. αἰτίας D.21.218
.IV generally, having relation to public life, political, public, opp. κατ' ἰδίας, Th.8.89;π. τιμαί X.Mem.2.6.24
; λόγοι civil oratory, Isoc.15.46, D.H.Comp.1, al.;τίς π. καὶ κοινὴ βοήθεια; D.18.311
. Adv. [comp] Comp. -ώτερον, litteraeπ.
scriptaeCic.
Att.5.12.2.V suited to a citizen's common life, ordinary,κάνναθρον X.Ages.8.7
; belonging to common usage,τῶν ὀνομάτων τὰ π. Isoc.9.10
; drawn from ordinary life,παραδείγματα Gal.5.221
; τὰς π... χρείας [τοῦ σκέλους] ordinary, opp. wrestling and dancing, Id.2.299; ὁ π., opp. ὁ ποιητής, Phryn.45. Adv. -κῶς, λέγειν, opp. ῥητορικῶς, Arist.Po. 1450b7; ;ἑρμηνεύειν Gal.18(1).415
.VI πολιτική, ἡ, concubine, mistress, PGrenf.2.73 (iii A. D.), POxy.903.37 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιτικός
-
9 τεκνοποιητικός
A of or for the begetting or bearing of children: ἡ -κή (sc. κοινωνία or ἀρχή), as a subdivision of οἰκονομική, Arist.Pol. 1253b10 (s. v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεκνοποιητικός
См. также в других словарях:
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
οἰκονομικῇ — οἰκονομικός practised in the management of a household fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομική — οἰκονομικός practised in the management of a household fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομική πρόβλεψη — Στατιστική έρευνα που επιτρέπει να καθορίσουμε με μια κάποια προσέγγιση τη μελλοντική πορεία μερικών οικονομικών μεταβλητών, ξεκινώντας από τη γνώση ορισμένων σχετικών δεδομένων του παρόντος και του παρελθόντος. Από τους πιο κοινούς τρόπους… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων … Dictionary of Greek
αισιόδοξη οικονομική σχολή — Σχολή της πολιτικής οικονομίας που υποστήριξε ότι με την οικονομική εξέλιξη θα υπάρξουν ευεργετικά αποτελέσματα για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Κυριότεροι εκπρόσωποι της υπήρξαν ο Γάλλος γιατρός και οικονομολόγος Φρανσουά Κενέ (1694 1774), ο… … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
κλασική οικονομική σχολή — Σχολή οικονομικής ερμηνείας των πολιτικών γεγονότων που είχε ως αφετηρία τους φυσιοκράτες, συνεχίστηκε με τους Σμιθ, Μάλθους, Ρικάρντο, Μπαστιά, Μιλ και είχε υποστηρικτές έως τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. εμποροκρατία· Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ,… … Dictionary of Greek
μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek