Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰκήσω

См. также в других словарях:

  • οἰκήσω — οἰκέω inhabit aor subj act 1st sg οἰκέω inhabit fut ind act 1st sg οἰκέω inhabit aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»