-
1 λαοφόρος
λᾱοφόρος, λαοφόροςbearing people: masc /fem nom sg -
2 ζῳδιοφόρος
A signifer, ib.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζῳδιοφόρος
-
3 κυλικοφόρος
κῠλῐκ-οφόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυλικοφόρος
-
4 οὐρανόροφος
οὐρᾰν-όροφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρανόροφος
-
5 ἀχθηφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχθηφορέω
-
6 ἐρεβινθοφόρος
ἐρεβινθ-οφόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεβινθοφόρος
См. также в других словарях:
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek
σακ(κ)οφορώ — έω, Α [σακ(κ)οφόρος] 1. φορώ τρίχινο ράσο ως ένδειξη μετάνοιας ή ως ένδειξη ασκητικής ζωής 2. είμαι αχθοφόρος … Dictionary of Greek
σακκοφορία — ἡ, Α [σακ(κ)οφόρος] η ένδυση με τρίχινο ράσο ως ένδειξη μετάνοιας ή ως ένδειξη ασκητικής ζωής … Dictionary of Greek
σακκοφορικός — ή, όν, Α [σακ(κ)οφόρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σακκοφόρο, δηλαδή στον αχθοφόρο 2. το ουδ. ως ουσ. τo σακκοφορικόν φόρος που καταβαλλόταν από τους σακκοφόρους, τους αχθοφόρους … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)οφόρο — το, Ν (στρ. ναυτ.) παλαιότερη ονομασία τού τορπιλοβόλου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. τορπιλ(λ)οφόρος (< τορπίλ[λ]η + φόρος* < φέρω). Το επίθ. τορπιλλοφόρος μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν… … Dictionary of Greek
λαοφόρος — λᾱοφόρος , λαοφόρος bearing people masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)