-
1 ἀχθηφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχθηφορέω
См. также в других словарях:
αχθηφόρος — ἀχθηφόρος, ον (Μ) επώδυνος, οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος + φορος < φέρω] … Dictionary of Greek
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek