-
1 οὐραν-όροφος
οὐραν-όροφος, mit einem Zeltdach überwölbt, σκηνή, Ath. II, 48 f.
-
2 οὐρανόροφος
οὐρᾰν-όροφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρανόροφος
-
3 οὐρανόροφος
См. также в других словарях:
χαλκόροφος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινη οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + όροφος (< ὄροφος / ὀροφή), πρβλ. οὐραν όροφος, χρυσ όροφος] … Dictionary of Greek
χρυσόροφος — και χρυσώροφος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὄροφος (πρβλ. οὐραν όροφος). Η δ. γρφ. χρυσώροφος με ω οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. πετρ ώροφος)] … Dictionary of Greek