-
21 παλαιμοσύνη
A v. παλαισμοσύνη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιμοσύνη
-
22 πολυπραγμοσύνη
πολυπραγμ-οσύνη, ἡ,A curiosity, officiousness, meddlesomeness, Ar.Ach. 833, Lys.1.16, etc.; joined with ἀλλοτριοπραγμοσύνη, Pl.R. 444b; opp. ἀπραγμοσύνη, Th.6.87.2 later, search after knowledge, Plb.5.75.6.—Cf. Plu. περὶ πολυπραγμοσύνης (2.515b).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυπραγμοσύνη
-
23 πολυχρημοσύνη
πολυχρημ-οσύνη, ἡ,A = πολυχρηματία, Poll.3.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυχρημοσύνη
-
24 σκαιοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαιοσύνη
-
25 ταρβοσύνη
ταρβ-οσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταρβοσύνη
-
26 φιλημοσύνη
φιλημ-οσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλημοσύνη
-
27 φιλοπραγμοσύνη
φῐλοπραγμ-οσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοπραγμοσύνη
-
28 φιλοχρημοσύνη
φῐλοχρημ-οσύνη, ἡ,A = φιλοχρηματία, Ps.-Phoc.42, Pl.Lg. 938c, AP11.270.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοχρημοσύνη
-
29 φυσιογνωμοσύνη
φῠσιογνωμ-οσύνη, ἡ,A = φυσιογνωμονία, Pall. in Hp.2.124 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσιογνωμοσύνη
-
30 χηροσύνη
χηρ-οσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χηροσύνη
-
31 χητοσύνη
χητ-οσύνη, ἡ,A desolation, loneliness, AP9.408 (Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χητοσύνη
-
32 ἀγνωμοσύνη
ἀγνωμ-οσύνη, ἡ,2 want of sense, folly, Thgn.896, Democr.175; senseless pride, arrogance, Hdt.2.172, E.Ba. 885 (lyr.);πρὸς ἀ. τραπέσθαι Hdt.4.93
;ἀγνωμοσύνῃ χρᾶσθαι Id.5.83
;ὑπ' ἀγνωμοσύνης Id.9.3
.3 want of feeling, unkindness, D.18.252;θεῶν ἀ. S.Tr. 1266
(dub.); ἀ. τύχης, Lat. iniquitas fortunae, D.18.207.4 in pl., misunderstandings, X.An.2.5.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγνωμοσύνη
-
33 ἀθεάμων
A not beholding,καλλέων τοσούτων Men.
Rh.p.383 S. Adv. -όνως, i.q. ἀνεπιστημόνως, ἀπείρως, Poll.4.10:— also Subst. [suff] ἀθαυμ-οσύνη, ἡ, ib.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθεάμων
-
34 ἀκεραιοσύνη
ἀκεραι-οσύνη, ἡ,A guilelessness, innocence, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκεραιοσύνη
-
35 ἀκτημοσύνη
ἀκτημ-οσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκτημοσύνη
-
36 ἀλαζοσύνη
ἀλαζ-οσύνη, ἡ,A = ἀλαζονεία, Aq. Je.49.16 (29.17).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαζοσύνη
-
37 ἀληθοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀληθοσύνη
-
38 ἀλημοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλημοσύνη
-
39 ἀπραγμοσύνη
ἀπραγμ-οσύνη, ἡ,A freedom from politics, love of a quiet life, Ar.Nu. 1007, X.Mem.3.11.16; of states, Th.1.32;ἡ Νικίου τῶν λόγων ἀ. Id.6.18
.II love of ease, easiness of temper, Th.2.63,D.21.141.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπραγμοσύνη
-
40 ἀσχημοσύνη
ἀσχημ-οσύνη, ἡ,2 ungracefulness, Pl.Smp. 196a, R. 401a; awkwardness, Id.Tht. 174c; disfigurement, τοῦ προσώπου, in playing on the flute, Arist.Pol. 1341b5.II in moral sense, indecorum, obscene or disgraceful conduct, Ep.Rom.1.27: in pl., Ph.1.78, Vett.Val.61.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσχημοσύνη
См. также в других словарях:
ιδμοσύνη — ἰδμοσύνη, ἡ (Α) γνώση, εμπειρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδμων + κατάλ. οσύνη (πρβλ. ελεημ οσύνη, νοημ οσύνη)] … Dictionary of Greek
ιεροσύνη — Ένα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ταυτόσημο με τη χειροτονία. Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, η ι. είναι θεοσύστατη τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας κατέρχεται η θεία χάρη με την επίθεση των χεριών του επισκόπου και ο χειροτονούμενος… … Dictionary of Greek
καταπυγοσύνη — καταπυγοσύνη, ἡ (Α) επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, εθελημ οσύνη)] … Dictionary of Greek
ημεροσύνη — και μεροσύνη, η 1. ημέρωμα, κατευνασμός 2. γαλήνη, ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, καλ οσύνη)] … Dictionary of Greek
μαγαροσύνη — μαγαροσύνη, ἡ (Μ) μιαρότητα, μίασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαρίζω, κατά τα ουσ. σε οσύνη (πρβλ. δικαι οσύνη)] … Dictionary of Greek
παιγμοσύνη — παιγμοσύνη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) εμπαιγμός, σκώμμα, πείραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖγμα + κατάλ. οσύνη (πρβλ. πραγμ οσύνη)] … Dictionary of Greek
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
αγραμματοσύνη — η 1. άγνοια αναγνώσεως και γραφής, αμορφωσιά 2. περιορισμένη μόρφωση ή κατάρτιση, ημιμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγράμματος + παραγ. κατάληξη οσύνη] … Dictionary of Greek
γειτοσύνη — γειτοσύνη, η (Α) γειτονία (βλ. γειτονιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < γείτων ( ονος), χωρίς το ν τού θέματος, κατά τα ουσ. σε οσύνη] … Dictionary of Greek
ευσπλαγχνοσύνη — και εσπλαγχνοσύνη, η 1. διάθεση για βοήθεια, για συμπαράσταση 2. συμπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύσπλαγχνος + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δίκαιος: δικαιοσύνη, καλός: καλοσύνη)] … Dictionary of Greek
ευσχημοσύνη — η (ΑΜ εὐσχημοσύνη) η ευπρεπής εμφάνιση και συμπεριφορά, η κοσμιότητα, η σεμνότητα αρχ. καλή περιποίηση, ευπρεπής διατήρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύσχημος + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δίκαιος > δικαιοσύνη, καλός > καλοσύνη)] … Dictionary of Greek