-
1 ὀρο-πύγιον
ὀρο-πύγιον, τό, = ὀῤῥοπύγιον (?).
-
2 ὀρο-πέδιον
ὀρο-πέδιον, τό, Bergfläche, Strab. 11, 14, 4.
-
3 ὀρο-σπίζης
ὀρο-σπίζης, ὁ, der Bergfink, Arist. H. A. 8, 3.
-
4 ὀρο-τύπος
-
5 ὀρο-φοιτάω
ὀρο-φοιτάω u. ὀροφοίτης, = ὀρειφοιτάω, ὀρειφοίτης, Phot.
-
6 ὀρο-κτύπος
ὀρο-κτύπος, auf den Bergen, durch die Berge tobend, v. l. für ὀροτύπος bei Aesch.
-
7 ὀρο-κάρυον
ὀρο-κάρυον, τό, Bergnuß, ein am Schwarzen Meere wachsender Baum, Strab. 12, 3, 12; nach Einigen ὀρόκορνον, cornus montana.
-
8 ὀρο-δεμνιάδες
ὀρο-δεμνιάδες, αἱ, auf den Bergen schlafend, wohnend, die Bergnymphen, nach Hesych. auch von den Bienen gesagt.
-
9 ὀρο-μᾱλίδες
ὀρο-μᾱλίδες, αἱ, dor. statt ὀρομηλίδες, eine Art wilder Aepfel, Bergäpfel, Theocr. 5, 94, alte v. l. ὀριμαλίδες ist falsch.
-
10 ὁρο-νύχιον
ὁρο-νύχιον, τό, Nachtgränze, nach Phot. = φυλακή.
-
11 ὁρο-γενής
ὁρο-γενής, ές, auf der Gränze geboren, entstanden, Iambl. arithm. p. 81.
-
12 ὁρο-θεσία
ὁρο-θεσία, ἡ, das Festsetzen der Gränze (?); – ὁροθέσια, τά, die Gränzen selbst, VLL., die erkl. τὰ χωρίζοντα τἡν γῆν.
-
13 ὁρο-θετέω
ὁρο-θετέω, die Gränzen festsetzen, bestimmen, Sp.
-
14 ὁρο-θέτης
ὁρο-θέτης, der die Gränzen festsetzt, Gränzbestimmer, Sp.
-
15 με μέσο όρο
en una mitjana -
16 ὁροθεσία
ὁρο-θεσία, ἡ,A fixing of boundaries: in pl., limitations, boundaries:— Inscr.Prien.42.8 and 12 (ii B. C.), Act.Ap.17.26 (pl.), BGU889.17 (ii A.D.).II [suff] ὁρο-θέσια, τά, Gal.19.349, Hsch., etc.: gloss on οὖροι, Gloss.Hdt.ap.Stein Herodotus 2p.468: the sg. ὁροθέσιον (boundary) occurs in Petr.Patr.p.433 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁροθεσία
-
17 ὀρονύχιον
A night-watch, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρονύχιον
-
18 ὀροπέδιον
ὀρο-πέδιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροπέδιον
-
19 ὀροποτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροποτέω
-
20 ὀροποτίη
A drinking of whey, Id.Morb.2.70 (with v.l. ὀρρ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροποτίη
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek