-
21 ὀροφοιτάω
A = ὀρειφοιτέω, LXX 4 Ma.14.15 (v.l. -οῦντα, but perh. ὀροφοφοιτ- shd. be read), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροφοιτάω
-
22 ὀροφοίτης
A = ὀρειφοίτης, EM 461.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀροφοίτης
-
23 ὁροθετέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁροθετέω
-
24 ὁροθέτης
A terminator, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁροθέτης
-
25 ὁρογενής
ὁρο-γενής, ές, auf der Grenze geboren, entstanden -
26 ὀροδεμνιάδες
ὀρο-δεμνιάδες, αἱ, auf den Bergen schlafend, wohnend, die Bergnymphen, auch von den Bienen gesagt -
27 ὁροθεσία
ὁρο-θεσία, ἡ, das Festsetzen der Grenze -
28 ὁροθετέω
ὁρο-θετέω, die Grenzen festsetzen, bestimmen -
29 ὁροθέτης
ὁρο-θέτης, der die Grenzen festsetzt, Grenzbestimmer -
30 ὀροκάρυον
ὀρο-κάρυον, τό, Bergnuß, ein am Schwarzen Meere wachsender Baum -
31 ὀροκτύπος
ὀρο-κτύπος, auf den Bergen, durch die Berge tobend -
32 ὀρομᾱλίδες
ὀρο-μᾱλίδες, αἱ, eine Art wilder Äpfel, Bergäpfel -
33 ὁρονύχιον
ὁρο-νύχιον, τό, Nachtgrenze -
34 ὀροπέδιον
ὀρο-πέδιον, τό, Bergfläche -
35 ὀροσπίζης
ὀρο-σπίζης, ὁ, der Bergfink -
36 ὅρος
Grammatical information: m.Meaning: `border, boundary mark (pole, column, stone), term, limit, mark, appointment, definition' (Att. Cf. Koller Glotta 38, 70ff.).Compounds: Sometimes as 1. member, e.g. ὁρο-θεσία f. `the fixing of boundaries' (hell. inscr., Act. Ap., pap.), as νομο-θεσία a.o., formal from ὁρο-θέ-της (gloss.), comp. of ὅρον θεῖναι with τη-suffix; often as 2. member, e.g. δί-ωρος `with two boundary stones' (Arc. IVa), ἀμφ-ούρ-ιον n. `toll, paid by the seller to the owner of the neighbouring estate as a fixation of the sale' (pap. IIIa, Rhod. inscr. IIa), ἀμφουριασμός m. (*ἀμφουρι-άζω); s. Wilhelm Glotta 14, 68ff., 83, Preisigke Wb. s.v.; zu εὑθυωρία s. v.Derivatives: 1. ὅρία n. pl. (rarely sg.) `borderline, border areas etc.' (Hp., Att., Arc.); 2. ὁρία f. `border' (Att. inscr.); 3. ὅριος `belonging to the border' ( Ζεὺς ὅρ., Pl., D.) = Lat. Terminus (D.H., Plu.); 4. ὁρικός `belonging to definition' (Arist.); 5. ὁρ-αία τεκτονική = gruma, - ιαῖος λίθος (gloss.); 6. ὁρίζω, aor. - ίσαι (Ion. οὑρ-), often w. prefix, e.g. δι- ( ἐπι-δι- etc.), ἀφ-, περι-, προσ-, `to border, to demarcate, to separate, to determine, to define' (IA.) with ( ἀφ-, περι-, δι-)ὅρισμα ( οὔρ-) `limitation, border' (Hdt., E.), ( ἀφ-, περι- etc.) ὁρισμός `limitation, determination etc.' (Att.), ( δι-)ὅρισις (Pl., Arist.), ὁρισ-τής m. `landmarker' (Att., Tab. Heracl.), - τικός `belonging to limitation or determination, limiting, defining' (Arist.). -- 7. ὀρεύς s. v.Origin: IE [Indo-European]X [probably] [?] *(u̯)eru̯-?Etymology: Not certainly explained. -- An orig. (h) όρϜος (= Corc.) can stand for still older *ϜόρϜος (Schwyzer 306 a. 226 f.) and can be connected wih Lat. urvāre ( amb-) `surround with a (boundary)furrow' (Fest. from Enn., Dig.) as a cognate; the basic noun urvus `circuitus civitatis' (gloss.; transm. urus) can agree except for he ablaut (IE *u̯r̥u̯os against *u̯oru̯os). Here also Osc. uruvú from PItal. * urvā, if with Schulze ZGLE 549 n. 1 a.o. `boundaryfurrow, border' (cf. Vetter Hb. d. ital. Dial. 1, 442). Further connection wih ἐρύω `draw' (s.v.) is then possible. -- Also an alternative basis *ὄρϜος (w. second. asper) can be combined with Lat. urvus (then from *r̥u̯os; to ὀρύ-σσω?, s.v.). -- WP. 1, 293 a. 2, 352 f., W.-Hofmann s. urvus w. further lit. S. also οὑροί and 2. οὖρον.Page in Frisk: 2,425-426Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὅρος
-
37 ὀρούω
ὀρούω (OΡ), = ὄρνυμαι, intrans., mit Ungestüm, Schnelligkeit sich erheben, darauf losstürmen; Hom., nur aor., immer ohne Augment, sowohl von lebenden Wesen, ἐς δίφρον ὀρούσας Il. 11, 359, vom Drachen πρός ῥα πλατάνιστον ὄρουσεν 2, 310, als von leblosen Dingen, αἰχμὴ ἀπὸ χειρὸς ὄρο υσεν 13, 505. 16, 615; ἐπ' ἀλλήλοισιν, Hes. Sc. 412. 436; ὀρούσει, H. h. Apoll. 417; Pind. auch im praes., P. 10, 61; ποσσὶν ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς, N. 1, 50; auch c. inf., sich anschicken, ἑλέσϑαι ὤρουσαν, Ol. 9, 110; κούφως ἐκ μέσων ἀρκυσμάτων ὤρουσεν, Aesch. Eum. 113, der auch den accus. πήδημα damit vrbdt, Ag. 800; ὕβρις – ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, Soph. O. R. 877; El. 1433; ὤρουον ἄλλος ἄλλοσε, Eur. Herc. Fur. 972, öfter; sp. D., ἐκ κεφαλῆς κέρας ἰϑὺς ὀρούει, Opp. Cyn. 2, 525; τοῦ δ' ὤρουσε λέων κατὰ στίβον, Diosc. 11 (VI, 220); auch Democrit. bei Stob. u. Plut. braucht das Wort einige Male, z. B. Cat. mai. 13; ὁ ἵππος ὀρούει πρὸς δρόμον, S. Emp. adv. log, 2, 271.
-
38 οροθεσια
-
39 ορομηλιδες
-
40 οροσπιζος
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek