-
1 ὀρο-κάρυον
ὀρο-κάρυον, τό, Bergnuß, ein am Schwarzen Meere wachsender Baum, Strab. 12, 3, 12; nach Einigen ὀρόκορνον, cornus montana.
-
2 ὀροκάρυον
ὀρο-κάρυον, τό, Bergnuß, ein am Schwarzen Meere wachsender Baum
См. также в других словарях:
οροκάρυον — ὀροκάρυον, τὸ (Α) είδος δένδρου το οποίο φύεται σε περιοχές που περιβρέχονται από τον Εύξεινο Πόντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορο (βλ. λ. όρος [II]) + κάρυον «καρύδι»] … Dictionary of Greek