-
1 ὁροθεσία
ὁρο-θεσία, ἡ,A fixing of boundaries: in pl., limitations, boundaries:— Inscr.Prien.42.8 and 12 (ii B. C.), Act.Ap.17.26 (pl.), BGU889.17 (ii A.D.).II [suff] ὁρο-θέσια, τά, Gal.19.349, Hsch., etc.: gloss on οὖροι, Gloss.Hdt.ap.Stein Herodotus 2p.468: the sg. ὁροθέσιον (boundary) occurs in Petr.Patr.p.433 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁροθεσία
См. также в других словарях:
οροθέσιο — το (ΑΜ οροθέσιον) [οροθέτης] οτιδήποτε χρησιμεύει για τον καθορισμό συνόρων, ορόσημο αρχ. στον πληθ. τὰ ὁροθέσια τα σύνορα, τα όρια … Dictionary of Greek