Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ομαλ

См. также в других словарях:

  • Horon (dance) — Music of Greece General topics Ancient • Byzantine • Néo kýma • Polyphonic song Genres Entehno • Dimotika • Hip hop • Laïko • …   Wikipedia

  • μαλώνω — (Μ μαλώνω και μαλλώνω) 1. κάνω δριμείες παρατηρήσεις, επιπλήττω, επιτιμώ («μην τό μαλώνεις το παιδί κάθε τόσο») 2. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, καβγαδίζω («κάθε βράδι αυτό το ζευγάρι μαλώνει») 3. συμπλέκομαι, συγκρούομαι 4. πολεμώ 5. επιτίθεμαι… …   Dictionary of Greek

  • Κονστάν, Μπενζαμέν — I (Henri Benjamin Constant de Rebecque, Λoζάνη 1767 – Παρίσι 1830). Γάλλος πολιτικός και συγγραφέας, ελβετικής καταγωγής. Σπούδασε σε γερμανικά και αγγλικά πανεπιστήμια. Μετά τη Γαλλική επανάσταση, την οποία αναγνώρισε ως θετικό ιστορικό γεγονός …   Dictionary of Greek

  • Λιμπρεβίλ — (Libreville). Πόλη (541.000 κάτ. το 2002) της Γκαμπόν, πρωτεύουσα της επαρχίας Εστουέρ (Estuaire, 20.740 τ. χλμ., 597.200 κάτ.). Ονομάστηκε Λ. (γαλλ. Libreville = ελεύθερη πόλη) σε ανάμνηση της ιστορικής κατάκτησης του δουλεμπορικού πλοίου Ελισία …   Dictionary of Greek

  • Μαρία Φρανσίσκα — (Maria Francisca, Παρίσι 1646 – Λισαβόνα 1683). Βασίλισσα της Πορτογαλίας (1666 83). Ήταν θυγατέρα του Καρόλου της Σαβοΐας, δούκα του Νεμόρ και του Ομάλ. Με υπόδειξη του Λουδοβίκου ΙΔ’, η Μ. παντρεύτηκε τον βασιλιά της Πορτογαλίας Αλφόνσο ΣΤ’,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»