Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οίκως

См. также в других словарях:

  • οικώς — οἰκώς, υῑα, ός (Α) (ιων. τ. τού ἐοικώς) βλ. έοικα …   Dictionary of Greek

  • οἰκώς — ἔοικα as perf part act masc nom/voc sg (ionic) εἰκός like truth perf part act masc nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴκως — οἴ̱κως , οἶκος house masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»