Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεχειλίζω

  • 1 ξεχειλίζω

    [ксэхилизо] р. (αμφ.) переполняться, переливаться через край.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεχειλίζω

  • 2 переливаться

    переливать||ся
    1. (литься) χύνομαι, ξεχειλίζω:
    \переливаться через край прям., перен ξεχειλίζω·
    2. (о красках) ίριδίζω, λάμπω.

    Русско-новогреческий словарь > переливаться

  • 3 перелить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. перелил
    -ла, -ло, προστκ. перелей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелитый, βρ: -лит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταγγίζω, μετακενώνω τραβατσάρω, χύνω, αδειάζω. || μτφ. εμβάλλω, μεταδίνω (για σκέψεις, αισθήματα, ενέργεια κ.τ.τ.).
    2. χύνω παραπάνω από το κανονικό•

    я -ил три капли лекарства έρριξα πάνω από τρεις σταγόνες φάρμακο.

    3. ξαναχύνω•

    перелить статую ξαναχύνω το άγαλμα.

    || χύνω τήκω, λιώνω.
    4. ξεχειλίζω, υπερχειλίζω.
    1. μεταγγίζομαι.
    2. ξεχειλίζω, υπερχειλίζω. || πλημμυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > перелить

  • 4 выливаться

    (о жидкости) χύνομαι
    εκρέω
    ξεχύνομαι
    (из краев чего-л.) ξεχειλίζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выливаться

  • 5 разливать

    разливать, разлить 1)(пролить) χύνω 2) (налить) βάζω, γεμίζω \разливаться 1) (пролиться) χύνομαι 2) (о реке) ξεχειλίζω, πλημμυρώ
    * * *
    = разлить
    1) ( пролить) χύνω
    2) ( налить) βάζω, γεμίζω

    Русско-греческий словарь > разливать

  • 6 разливаться

    1) ( пролиться) χύνομαι
    2) ( о реке) ξεχειλίζω, πλημμυρώ

    Русско-греческий словарь > разливаться

  • 7 берег

    берег
    м ἡ παράλια, ἡ ἀκτή, ὁ γιάλός, ἡ ἀκρογιάλια (морской) / ἡ δχθη (реки, озера):
    выйти из \берего́в ξεχειλίζω, πλημμυρώ; сойти на \берег βγαίνω στή στεριά.

    Русско-новогреческий словарь > берег

  • 8 выливаться

    выливать||ся
    1. χύνομαι, ἐκ-ρέω, ξεχύνομαι, ξεχειλίζω·
    2. (в определенную форму) παίρνω τή μορφή, μετατρέπομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выливаться

  • 9 край

    кра||й I
    м
    1. (конец) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν], τό χείλος, τό πέρας:
    по \крайям στά χείλη· до \крайев ὡς τά χείλια· передний \край воен. ἡ πρώτη γραμμή· литься через \край ξεχειλίζω·
    2. (страна) ὁ τόπος, ἡ χώρα:
    родной \край ὁ πατρικός τόπος·
    3. мн. (места, местность) ἡ περιοχή, τό μέρος, ὁ τόπος:
    теплые \крайя οἱ θερμές περιοχές· в наших \крайях στά μέρη μας, στόν τόπο μας· ◊ слышать \крайем уха ἀκούω μέ τήν ἄκρη τοῦ αὐτιοῦ· хватить чергз \край τό παρακάνω, τό παραλέω· конца· \крайю нет разг ἀπέραντος, ἀτελείωτος· на \крайκ> гибели στό χείλος τής καταστροφής· на \крайι6 света στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· нз \крайя в \край ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη, παντού.
    край II
    м тех. ὁ γερανός, τό βαροῦλ-κο:
    подъемный \край ὁ γερανός, τό βα-ροῦλκο, τό βίντσι.

    Русско-новогреческий словарь > край

  • 10 переполнить

    переполнить
    сов, переполнять несов παραγεμίζω, ὑπερπληρώ/ ξεχειλίζω Оиет.) (через край).

    Русско-новогреческий словарь > переполнить

  • 11 переполниться

    переполнить||ся
    παραγεμίζομαι, ὑπερ-πληροῦμαι / ξεχειλίζω (άμετ.) (через край).

    Русско-новогреческий словарь > переполниться

  • 12 разливаться

    разливать||ся
    1. (проливаться) χύνομαι·
    2. (о реке) πλημμυρώ, ξεχειλίζω·
    3. перен (распространяться) χύνομαι, πλημμυρίζω (άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > разливаться

  • 13 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

  • 14 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 15 выплеснуть

    ρ.σ. χύνω, αδειάζω μονομιάς. || εκβράζω, ξεβράζω, βγάζω, πετώ έξω, ξερνώ (για κύμα, ρεύμα ποταμού).
    ξεχειλίζω, πλημμυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > выплеснуть

  • 16 наводнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наводнённый, βρ: -нён, -нена, -нею
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. πλημμυρίζω.
    2. μτφ. γεμίζω, κατακλύζω.
    1. πλημμυρίζω, ξεχειλίζω.
    2. μτφ. γεμίζω, έχω αφθονία, υπεραφθονώ.

    Большой русско-греческий словарь > наводнить

  • 17 разлить

    разолью, разольшь, παρλθ. χρ. -лил, -ла, -ло, προστκ. разлей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлитый, βρ: -лит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χύνω•

    разлить вино на скатерть χύνω κρασίστο τραπεζομάντηλο•

    разлить молоко χύνω το γάλα.

    2. (εκ)κενώνω, ρίχνω, βάζω•

    он -ил всем суп αυτός έβαλε σε όλους σούπα•

    разлить вино в стаканы ρίχνω κρασί στα ποτήρια.

    3. μτφ. διαχέω, ξαπλώνω, σκορπώ•

    солнце -ло свой лучи ο ήλιος σκόρπισε τις ακτίνες του•

    цветы разлитьли благоухание τα λουλούδια σκόρπισαν ευωδιά.

    1. χύνομαι•

    молоко -лось το γάλα χύθηκε.

    2. ρίχνομαι, εκκενώνομαι, αδειάζω.
    3. πλημμυρίζω• ξεχειλίζω•

    речки -лись τα ποταμάκια πλημμύρισαν.

    4. μτφ. διαχέομαι, ξαπλώνομαι, διαδίδομαι• σκορπίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разлить

  • 18 сбежать

    сбегу, сбежишь, сбегут ρ. σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω.
    2. ρέω, τρέχω• κυλώ•

    слеза -ла по щеке δάκρυ κύλισε στο μάγουλο.

    || φεύγω, λιώνω, σηκώνομαι•

    -ал снег σηκώθηκε το χιόνι.

    || βγαίνω, φεύγω• ξεβάφω, αποχρωματίζομαι•

    краска -ла βγήκε η μπογιά.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    улыбка -ла χάθηκε το χαμόγελο.

    3. ξεχειλίζω, χύνομαι (κατά το βράσιμο)•

    молоко -ло χύθηκε το γάλα (από το σκεύος).

    4. δραπετεύω•

    сбежать из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || φεύγω, το σκάζω•

    сбежать с уроков το σκάζω από τα μαθήματα.

    1. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι• συρρέω.
    2. παλ. συναντιέμαιτρέχοντας • συνωθούμαι τρέχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > сбежать

  • 19 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

См. также в других словарях:

  • ξεχειλίζω — ξεχειλίζω, ξεχείλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεχειλίζω — και ξεχειλώ, άω [ξέχειλος] 1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη τού δοχείου, χύνομαι απ έξω, υπερχειλίζω 2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη τού νερού, πλημμυρίζω 3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • ξεχειλίζω — ξεχείλισα, ξεχειλισμένος 1. μτβ., γεμίζω κάτι ως τα χείλη, ώστε να χύνεται έξω: Μην το ξεχειλίζεις το ποτήρι. 2. αμτβ., φτάνω ως τα χείλη και χύνομαι έξω: Ξεχείλισε το ντεπόζιτο του νερού και τρέχει έξω. 3. μτφ., για ψυχικές καταστάσεις, γίνομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκχειλίζω — και ξεχειλίζω 1. (αμτβ.) ξεχειλίζω, ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, κοίτης κ.λπ., πλημμυρώ («ξεχείλισε το ποτήρι, ο ποταμός κ.λπ.») 2. (μτβ.) γεμίζω κάτι ώς τα χείλη, υπερπληρώ 3. μτφ. αυξάνομαι υπερβολικά, ξεπερνώ κάθε όριο, βγαίνω από τα όριά μου… …   Dictionary of Greek

  • επιπλημμυρίζω — ἐπιπλημμυρίζω (Α) 1. πλημμυρίζω, ξεχειλίζω 2. μτφ. υπάρχω σε αφθονία, ξεχειλίζω …   Dictionary of Greek

  • υπερφλύζω — Α κοχλάζω και ξεχειλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φλύζω «αναβλύζω, ξεχειλίζω, αναβράζω»] …   Dictionary of Greek

  • φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… …   Dictionary of Greek

  • Φλεύς — και Φλέος, ὁ, Α επίθετο τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Προσωνυμία τού Διονύσου η οποία απαντά με ποικιλία μορφών (πρβλ. Φλέος, Φλεῖος, Φλιοῦς, Φλεών, Φεύς) και πρέπει να συνδεθεί με την οικογένεια τών φλέω* «είμαι γεμάτος χυμό, είμαι πλήρης», φλόος… …   Dictionary of Greek

  • αναβλύω — ἀναβλύω (Α) (για υγρά) 1. αναβλύζω* 2. χύνομαι βράζοντας, ξεχειλίζω 3. βγάζω αφρούς από το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλύω (νεώτ. τ. τού ρ. βλύζω* πρβλ. κ. ἀναβλύζω)] …   Dictionary of Greek

  • αναπίμπλημι — ἀναπίμπλημι (Α) [πίμπλημι] 1. (για δοχεία) γεμίζω εντελώς, ξεχειλίζω 2. εκπληρώνω το πεπρωμένο 3. υποφέρω 4. γεμίζω κάποιον με κάτι 5. παθ. μολύνομαι …   Dictionary of Greek

  • αναπλημμυρώ — ( έω) (Α ἀναπλημμυρῶ) (Ν και αναπλημμυρίζω) πλημμυρίζω εκ νέου, ξεχειλίζω, είμαι πλημμυρισμένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»