-
121 στρόφιγξ
2 pl., pivots working in sockets, at top and bottom of a door, Thphr.HP5.5.4, al., PCair.Zen. 782 (a).7(iii B.C.), Plu.Rom.23, Gal.UP1.15.3 metaph., γλώττης ς., of a well-hung tongue, Ar.Ra. 892; of the vertebrae, Pherecr. 236, Pl.Ti. 74a, 74b.4 νύμφη ἡ ἐν τῷ ς., dub. sens. in AJA30.249 ([place name] Cyprus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόφιγξ
-
122 ἀγρότης
II ([etym.] ἄγρα) hunter,οἰωνοί.. οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od.16.218
, cf. Alcm.23.8; ἀγρότα Πάν, to whom δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης are offered, AP6.13 (Leon.):—fem. [full] ἀγρότις,νύμφη A.R.2.509
; ἀ. κούρα, i.e. Artemis, AP6.111 (Antip.); ἀ. αἰγανέη ib.57 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρότης
-
123 ἀμβρόσιος
A immortal, divine, rarely of persons, :—in [dialect] Ep., epith. of everything belonging to gods, as hair, Il.1.529, etc.; robes, sandals, etc., 5.338, 21.507, 24.341, al.; anointing oil, 14.172, 23.187; voice and song, h.Hom.27.18, Hes.Th.69; fodder and mangers of horses, Il.5.369 8.434; of night and sleep, as divine gifts, Od. 4.429, etc.;ὕδωρ Hom.Epigr.1.4
; :—of things divinely excellent or beautiful,κάλλος Od.18.193
; of verses, Pi.P.4.299;Ἀφροδίτας ἀ. φιλοτάτων Id.N.8.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμβρόσιος
-
124 ἀριστοπόσεια
A of a noble husband, Opp.C.1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστοπόσεια
-
125 ἄνυμφος
ἄνυμφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄνυμφος
-
126 ἐφυδάτιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφυδάτιος
-
127 ἑλίκωψ
A with rolling eyes, quick-glancing, as a mark of youth and spirits (not in Od.),ἑλίκωπες Ἀχαιοί Il.1.389
, al.; ἑλικῶπις κούρη ib.98; , cf. Sapph.Supp. 20a.5; παρθένοι, Ἀφροδίτη, Pi.Pae.2.99,P.6.1. -
128 ἱμερόεις
A exciting desire, lovely, charming, in Hom. always of things,ἱμερόεντα.. ἔργα γάμοιο Il.5.429
, etc.;χροὸς ἱμερόεντος 14.170
; ἀοιδή, ἔπεα, Od.1.421, 17.519; γόος (cf. ἵμερος) 10.398;Χαρίτων χορὸν ἱμερόεντα 18.194
, cf. Il.18.603; ἱμερόεν κιθάριζε ib. 570; so laterκισσός D.P.947
;ἔρωτες AP5.277
(Agath.); of persons, Pi.Fr.87 ([comp] Sup.), Thgn.1365 ([comp] Sup.), Theoc.7.118;νύμφη Coluth.295
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱμερόεις
См. также в других словарях:
νύμφη — young wife fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύμφῃ — νύμφη young wife fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά … Dictionary of Greek
Νύμφη — Νύμφης masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νύμφῃ — Νύμφης masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καὶ σοί νύμφη, λέγω κάδε, καὶ σὺ δ’ἀνδραδέλφη τὰδ’ἄκουε. — См. Кошку бьют, а невестке наветку дают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χρυσαλίδα — Νύμφη των λεπιδόπτερων, που ονομάστηκε έτσι γιατί μερικά είδη της φέρουν στίγματα και βούλες χρυσές. Αντιπροσωπεύει το ενδιάμεσο σε αδράνεια στάδιο της ανάπτυξης των ολομετάβολων εντόμων, δηλαδή αυτών που έχουν πλήρη μεταμόρφωση. Εκτός από τα… … Dictionary of Greek
νύμφαι — νύμφη young wife fem nom/voc pl νύμφᾱͅ , νύμφη young wife fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύμφηι — νύμφῃ , νύμφη young wife fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρφνη — Νύμφη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, μητέρα του Ασκάλαφου από τον Αχέροντα. * * * ὄρφνη, δωρ. τ. ὄρφνα, ἡ (Α) 1. το σκοτάδι τής νύχτας 2. η νύχτα 3. φρ. «χθονὸς μέλαινα ὄρφνη» ο Αδης, ο Κάτω Κόσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ.,… … Dictionary of Greek
Οινώνη — Νύμφη της Ίδης στην Τρωάδα, κόρη του ποτάμιου θεού Κεβρήνα, ερωμένη του Απόλλωνα και πρώτη σύζυγος του Πάρη, με τον οποίο απέκτησε τον Κόρυθο. Είχε πάρει από τη Ρέα το χάρισμα της μαντικής και προέβλεψε ότι ο Πάρις θα μετάνιωνε. Πραγματικά, όταν… … Dictionary of Greek