-
41 νόσοισι
νόσοςsickness: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
42 νόσον
νόσοςsickness: fem acc sg -
43 νόσου
νόσοςsickness: fem gen sg -
44 νόσους
νόσοςsickness: fem acc pl -
45 νόσων
νόσοςsickness: fem gen pl -
46 νόσως
νόσοςsickness: fem acc pl (doric) -
47 νουσος
νόσος, νοῡσος (ἡ: νόσοι, -ων, -ους; νούσῳ, -ον, -ων.)1 illness, affliction ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι (sc. Ζεύς) O. 8.85Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων P. 3.7
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
ἰατῆρα θερμᾶν νόσων P. 3.66
βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ P. 5.63
νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41
Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος Θρ. 3. 10. met., ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (sc. Δαμόφιλος, who suffers the miseries of exile) P. 4.293 -
48 μαραίνω
μαραίνω, aor. att. ἐμάρανα, auch H. h. Merc. 140; ἐμαρήνατο, Epigr. Iac. Anth. pal. III p. 967; perf. pass. μεμάρασμαι, Luc. Anach. 25 u. Plut. Is. et Os. 80, auch μεμάραμμαι, Pomp. 31, – eigtl. das Brennende auslöschen, ersticken, ἀνϑρακιήν, H. h. Merc. 140, pass. = allmälig zu brennen aufhören, vom Feuer. das allmälig zusammensinkt u. erlischt, φλὸξ ἐμαράνϑη, Il. 9, 212, πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο, 23, 228; bes. von Krankheiten, ausdörren, aufreiben, verzehren, von der Fieberhitze hergenommen, νόσος μαραίνει με, Aesch. Prom. 600 (vgl. μαραίνεται νόσῳ, Eur. Alc. 201. 236); auch μάραινε δευτέροις διώγμασιν, vernichte ihn, Eum. 134; pass. allmälig verzehrt werden, hinschwinden, βρίζει γὰρ αἷμα καὶ μαραίνεται χερός, 270; πάνϑ' ὁ μέγας χρόνος μαραίνει, die Zeit vernichtet Alles, im Ggstz von φλέγω, Soph. Ai. 700; ὄψεις μαρᾶναι, die Augen auslöschen, blenden, O. R. 1328; auch πίνος πλευρὰν μαραίνων, O. C. 1260; sp. D., ὦ γῆρας, τί ποϑ' ὕστερον – ποιήσεις, ὅτε νῦν ὧδε μαραινόμεϑα Philodem. 12 (XI, 30); von der Lampe, Flacc. 3 (V, 5). – In Prosa im eigentlichen Sinne vom Flusse, μαραίνεσϑαι, austrocknen, Her. 2, 24; μαραινόμενα ἐξηφανίζετο Plat. Polit. 270 e; τὸ σῶμα οὐκ ἐμαραίνετο Thuc. 2, 49; σώματα μεμαρασμένα, Luc. Anach. 25; häufiger übertr., ἆρα ἀδικία φϑείρει τὴν ψυχὴν καὶ μαραίνει; Plat. Rep. X, 609 d; τὸ κάλλος ἐμάρανε ἡ νόσος, Isocr. 1, 6; oft bei Plut., ἀκμὴ μαραίνεται, ῥώμη, δύναμις, Fab. 2 Marc. 24 Nic. 13 Pomp. 49; πνεῦμα, läßt nach, Pyrrh. 15.
-
49 νοσέω
νοσέω, krank sein, kranken; νόσῳ, an einer Krankheit, Aesch. Prom. 384; übertr., ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι, 378; σὺ γὰρ νοσεῖς τόδ' ἄλγος ἐκ ϑείας τύχης, Soph. Phil. 1310; νοσεῖ μὲν νόσον ἀργίαν, 173; auch γῆς οὕτω νοσούσης, O. R. 636; vom Wahnsinn, ϑολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας, Ai. 207; u. von Leidenschaften, von der Liebe, Trach. 541, von der Trauer, O. R. 60. 1061; u. vom Unglück, νοσεῖ πόλις, Ant. 1015, vgl. O. C. 604. 770; oft bei Eur., im eigentlichen und im übertragenen Sinne, νοσεῖ τὰ τῶν ϑεῶν Troad. 27, λόγος νοσῶν ἐν αὑτῷ Phoen. 475; νόσον νοσεῖν, Ar. Av. 31; νόσος ἐν τῇ πόλει ἐντετοκυῖα, Vesp. 651; νοῦσον μεγάλην νοσέων, Her. 3, 33, öfter; auch ἡ Μίλητος νοσήσασα, vom Aufruhr leidend, 5, 28; Ggstz von ὑγιαίνω, Plat. Gorg. 495 e; τὸ ὑγιὲς καὶ τὸ νοσοῠν, Conv. 186 b; eben so, wie νόσος, auf geistige u. sittliche Fehler, bes. auf Leidenschaften angewandt, νοσοῠσαν καὶ ἄφρονα ψυχήν Tim. 86 d, νοσοῠντα καὶ ἐρωτικῶς διατιϑέμενα Conv. 207 b. Auch von heftigen Erschütterungen eines Staates, bes. durch innere Zwistigkeiten, ἐνόσησε τὰ Ὀδρυσῶν πράγματα, Xen. An. 7, 2, 32; Dem. vrbdt νοσοὖσι καὶ στασιάζουσιν ἐν ἑαυτοῖς, 9, 12, vgl. 2, 14, wo Bekker es ausgelassen hat; ἀπόλωλε καὶ νενόσηκεν ἡ Ἑλλάς, 9, 39; Plut. Thes. 12 u. öfter D. Hal.; aufrührerisch sein, Pol. 38, 2, 7.
-
50 επικτητος
2( вновь) приобретенный(οἱ ἐπίκτητοι καὴ οἱ ἀρχαῖοι φίλοι Xen.; τὰ φύσει ὄντα καὴ τὰ ἐπίκτητα Plat.; νόσος γῆρας ἐπίκτητον, τὸ γῆρας νόσος φυσική Arst.)
Αἴγυπτός ἐστι ἐ. γῆ Her. — (прибрежный) Египет есть земля приобретенная (т.е. образованная наносами Нила);τὸ ἐπίκτητον или ἥ ἐ. (sc. οὐσία) Plat. — благоприобретенное (лично нажитое) имущество;τὰ ἐπίκτητα ἔθνη Plut. — присоединенные области -
51 νουσος
-
52 θεῖος
θεῖος (A), α, ον: late [dialect] Ep. [full] θέειος Procl.H.2.16; [full] θεήϊος Bion Fr.15.9; late [dialect] Aeol. [full] θήϊος Epigr.Gr.989.4 ([place name] Balbilla); [dialect] Lacon. [full] σεῖος (v. infr. 1.3): [comp] Comp. and [comp] Sup. θειότερος, -ότατος, freq. in Pl., Phdr. 279a, Mx. 244d, al.: ([etym.] θεός):1 of or from the gods, divine,γένος Il.6.180
;ὀμφή 2.41
; Ὄνειρος ib.22;ἐπιπνοίαις A.Supp. 577
, cf. Pl.R. 499c; ; (lyr.); νόσος ib. 185 (lyr.) (but θ. νόσος, of a dust-storm, Id.Ant. 421);κίνδυνοι And.1.139
; θ. τινὶ μοίρᾳ by divine intervention, X.HG7.5.10;θ. τύχῃ γεγονώς Hdt.1.126
;θ. τύχῃ χρεώμενος Id.3.139
; θ. κἀπόνῳ τύχῃ, of an easy death, S.OC 1585;ἐκ θ. τύχης Id.Ph. 1326
;ἔμαθε ὡς θ. εἴη τὸ πρῆγμα Hdt.6.69
;ὁ θ. νόμος Th.3.82
; φύσις θ. SIG1125.8 ([place name] Eleusis), cf. 2 Ep.Pet.1.4; appointed of God,βασιλῆες Od.4.691
; σκῆπτρον given by God, S.Ph. 139 (lyr.); v. infr. 2.2 belonging or sacred to a god, holy, ἀγών, χορός, Il.7.298, Od. 8.264; under divine protection, πύργος, δόμος, Il.21.526, Od.4.43; of heralds and bards, Il.4.192, Od.4.17, al.; so perh., of kings, ib. 691.3 morethan human, of heroes,Ὀδυσσεύς Il.2.335
, al., Cratin. 144.4 (lyr.);θ. ἀνήρ Pi.P.6.38
, A.Ag. 1548 (lyr.), Pl.R. 331e, Men. 99d (esp. at Sparta ([dialect] Lacon. σεῖος), Arist.EN 1145a29; ὦ θεῖε (in the mouth of a Spartan) Pl.Lg. 626c);μετὰ σοῦ τῆς θείας κεφαλῆς Id.Phdr. 234d
, cf. Them.Or.9.128a, Lib.Or.19.66.b of things, excellent,θεῖον ποτόν Od.2.341
, 9.205;ἁλὸς θείοιο Il.9.214
; θ. πρήγματα marvellous things, Hdt.2.66;ἐν τοῖσι θειότατον Id.7.137
.4 = Lat. divinus (or sacer), Imperial, διατάξεις prob. in BGU473.5 ( 200 A.D.), etc.; (iv A.D.); θ. ὅρκος oath by the Emperor, POxy.83.6 (iv A.D.), etc.; θειότατος, of living Emperors, Inscr.Prien.105.22 (9 B.C.), etc.b = Lat. divus, of deified Emperors, θ. Σεβαστός Edict.Claud. ap.J.AJ19.5.3, cf.Inscr.Perg. 283 (iii A.D.), Lyd.Mag.2.3.II as Subst., θεῖον, τό, the Divinity, Hdt.1.32,3.108, al., A.Ch. 958 (lyr.);τοῦ θ. χάριν Th.5.70
; ἡμαρτηκότα εἰς τὸ θ. Pl.Phdr. 242c.2 in an abstract sense, divinity, κεκοινώνηκε.. τοῦ θ. ib. 246d; ἢ μόνον μετέχει τοῦ θ..., ἢ μάλιστα [ἄνθρωπος] Arist.PA 656a8, etc.; κατὰ θεῖον or κατά τι θ., Aen.Gaz.Thphr.p.37 B., p.4 B.3 θεῖα, τά, the acts of the gods, course of providence, S.Ph. 452, etc.;τὰ θ. θνητοὺς ὄντας εὐπετῶς φέρειν S.Fr. 585
;τὰ θ. μὴ φαύλως φέρειν Ar.Av. 961
.b matters of religion, ἔρρει τὰ θ. religion is no more, S.OT 910 (lyr.), cf. OC 1537, X.Cyr.8.8.2, etc.c inquiries concerning the divine, Pl.Sph. 232c; τὰ φανερὰ τῶν θείων, i.e. the heavenly bodies, Arist.Metaph. 1026a18, cf. GA 731b24, Ph. 196a33 ([comp] Sup.), EN 1141b1.III Adv. θείως by divine providence,θ. πως X.Cyr.4.2.1
, etc.; θειοτέρως by special providence, Hdt.1.122; μᾶλλόν τι καὶ -ότερον ib. 174.------------------------------------θεῖος (B), ὁ,A one's father's or mother's brother, uncle, E.IT 930, Ar. Nu. 124, And.1.18, 117, Pl.Chrm. 154b, Men.5 D., etc.; ὁ πρὸς μητρὸς θ. Is.5.10;πρὸς πατρός Ph.2.172
. (Cf. τήθη.) -
53 μαραίνω
A , Epigr.Gr. 854 ([place name] Delos): [tense] aor.1 , S.OT 1328, etc.:—[voice] Med., [tense] aor. ἐμᾰρηνάμην (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.μᾰρανθήσομαι Ep.Jac.1.11
, Gal.7.691: [tense] aor.ἐμᾰράνθην Il.9.212
, Lyc.1231, etc.: [tense] pf.μεμάρασμαι Dsc.1.99
, Luc.Anach. 25, μεμάραμαι (leg. - αμμ-) v.l. in Dsc. l.c., Plu.Pomp.31: [ per.] 3sg. [tense] plpf.μεμάραντο Q.S.9.371
:— quench fire, ἀνθρακιήν h.Merc.l.c.:—[voice] Pass., die away, go slowly out, of fire, φλὸξ ἐμαράνθη Il.l.c.;πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο 23.228
, cf. AP5.4 (Stat. Flacc.): distd. from σβέννυσθαι as that which goes out of itself, Arist.Cael. 305a11; of rays of light, Arat.862.II later, in various senses, ὄψεις μ. quench the orbs of sight, S.l.c.; esp. waste, wither, [νόσος] μαραίνει με A.Pr. 597
(lyr.);γῆρας ἁμὲ μαραῖνον ταριχεύει Sophr.54
; ;μάραινε [αὐτὸν] διώγμασι A.Eu. 139
;πίνος πλευρὰν μ. S.OC 1260
;πάνθ' ὁ μέγας χρόνος μ. Id.Aj. 714
(lyr.), Philem.240;ἀδικία φθείρει [τὴν ψυχὴν] καὶ μ. Pl.R. 609d
:—[voice] Med.,νέους ἐμαρήνατο δαίμων IG5(1).1355
([place name] Abia):—[voice] Pass., waste away, καμάτοισι (v.l. ὑπὸ νούσοις) Emp.[156.3]; ;τὸ σῶμα οὐκ ἐμαραίνετο Th.2.49
, cf. Pl.Plt. 270e; but also of a tumour, disappear, Hp.Epid.7.84; αἷμα.. μαραίνεται χερός blood dies away from my hand, A.Eu. 280; of a river, dry up, Hdt.2.24;μ. ἡ κίνησις Arist. Pr. 901a26
; of a musical sound, die away, ib. 921b15;τὸ νοεῖν μ. Id.de An. 408b24
; of winds and waves, abate, Plu.Pyrrh.15, Mar.37; of wine, lose its strength, Id.2.692d;κῦδος μαρανθέν Lyc.1231
, cf. 1127; μ. ἀκμή, δύναμις, Plu.Fab.2, Caes.3;τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὀργῶν μεμαρασμένων Porph.Abst.3.26
. (Perh. cf. Lat. morbus; signf. 11 may be the earlier in origin.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαραίνω
-
54 φθινάς
A wasting, waning,μηνῶν φ. ἁμέρα E.Heracl. 779
(lyr.);φ. ὥρα Heraclit.All.71
;ἕως διχοτόμου φθινάδος Str.3.5.8
. -
55 νοσέω
νοσέω (νόσος) aor. ptc. νοσήσας TestJob 1:2; 35:3 (Aeschyl., Hdt. et al.; SIG 943, 5; pap, TestJob; TestZeb 6:5; ParJer, Tat., Ath.) be sick, ailing in our lit. only fig. (X., Mem. 3, 5, 18 al.; Diod S 11, 86, 3; Heraclit. Sto. 69 p. 89, 20; Wsd 17:8; Philo, Leg. All. 3, 211; Jos., Ant. 16, 244; 18, 25) νοσεῖν περί τι be ailing with, have a morbid craving for someth. (Plut., Mor. 54f ν. περὶ δόξαν) περὶ ζητήσεις καὶ λογομαχίας (s. ζήτησις 1) 1 Ti 6:4.—DELG s.v. νόσος. M-M. TW. -
56 νόσημα
νόσημα, ατος, τό (fr. νόσος via νοσέω; Trag., Thu. et al.; Chion, Ep. 14, 2; Artem. 3, 51; PRein II, 92, 12 [IV A.D.]; PCairMasp 159, 40 [VI A.D.]; TestSol 11:2; Philo; Jos., Ant. 8, 45, C. Ap. 1, 282) disease ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι no matter what disease he had J 5:3 v.l.—DELG s.v. νόσος. TW. -
57 πεντε-σύριγγος
πεντε-σύριγγος, = πεντασύριγγος; ξύλον, Ar. Equ. 1044, ein Strafwerkzeug von Holz mit fünf Löchern, durch welche nach dem Schol. die beiden Füße, die Arme u. der Hals gesteckt wurden; Polyeuct. bei Arist. rhet. 3, 10 νόσος πεντεσύριγγος, von einem paralytischen Menschen.
-
58 πλευρῖτις
-
59 πονηρία
πονηρία, ἡ, schlechte od. böse Sinnesart, u. überh. schlechter Zustand, schlechte Beschaffenheit; Soph. frg. 663; Eur. Cycl. 641; Ar. Thesm. 868; ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα, Plat. Rep. X, 609 c, vgl. Phil. 45 e; πονηρίᾳ καὶ ἀϑλιότητι τῆς πόλεως, Rep. IX, 575 c; Ggstz von ἀρετή, Theaet. 176 b, wie Xen. Cyr. 2, 2, 24; εἰς τὴν πονηρίαν τρέπεσϑαι, d. i. schlechter werden, 7, 5, 75; implur., Dem. 21, 19; Folgde.
-
60 πολυ-γονέω
πολυ-γονέω, viel erzeugen, pass., πολυγονεῖται ἡ νόσος, Luc. Nigr. 38.
См. также в других словарях:
νόσος — sickness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek
νόσος — η ασθένεια, αρρώστια, λοιμός, επιδημία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπάζεντοφ-Φλαϊάνι, νόσος των- — Νόσος του θυρεοειδούς αδένα, που πήρε το όνομά της από τους επιστήμονες που πρώτοι την περιέγραψαν. Ο Ιταλός Φλαϊάνι ανακοίνωσε το 1802 την πρώτη κλινική περίπτωση· ο Γερμανός Καρλ φον Μπάζεντοφ το 1840 συμπλήρωσε την περιγραφή του συνδρόμου στο… … Dictionary of Greek
Λιτλ, νόσος του- — Νόσος που προσβάλλει το νευρικό σύστημα του νεογνού. Έλαβε την ονομασία της από τον Άγγλο γιατρό Γουίλιαμ Λιτλ (William Little, 1810 1894). Χαρακτηρίζεται από σπαστικότητα (μερικές ομάδες μυών μένουν σταθερά συσπασμένες) και παράλυση κυρίως των… … Dictionary of Greek
λεπτοσπείρωση ή νόσος του Βάιλ — Λοιμώδης νόσος οφειλόμενη στο βακτηρίδιο σπειροχαίτη, συχνό παράσιτο των αρουραίων, το οποίο εκκρίνεται στα ούρα τους μολύνοντας τα νερά. Η νόσος προσβάλλει τα ζώα και περιστασιακά τον άνθρωπο, αν έρθει σε επαφή με το βακτηρίδιο. Η κλινική εικόνα … Dictionary of Greek
λέπρα ή νόσος του Χάνσεν — Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841 1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της… … Dictionary of Greek
Μπίργκερ, νόσος του- — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που αναγνώρισε και περιέγραψε ο Λέο Μπίργκερ (1879 1943). Ονομάζεται επίσης αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα και αυτός ο όρος δείχνει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα ανατομο παθολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου, που… … Dictionary of Greek
άνθρακας ή νόσος του άνθρακα — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο βακτηρίδιο ή βάκιλο του ά., μικρόβιο που παράγει σπόρους ανθεκτικότατους στους φυσικούς και χημικούς παράγοντες. Προσβάλλει συνήθως πρόβατα, χοίρους, βοοειδή και άλογα, και γι’ αυτό μπορεί να… … Dictionary of Greek
έκτη νόσος — Μολυσματική νόσος, που χαρακτηρίζεται από εξάνθημα και πυρετό και η οποία εκδηλώνεται σε βρέφη 6 μηνών έως 2 ετών και, σπανιότερα, σε βρέφη 2 μηνών και παιδιά 13 έως 14 ετών. Διαρκεί έως τέσσερις ημέρες … Dictionary of Greek
λεγεωνάριων, νόσος — Λοιμώδης νόσος που προκαλείται από το βακτηρίδιο Legionella pneumophila, το οποίο μπορεί να μολύνει το νερό ή τα συστήματα κλιματισμού. Η κλινική εκδήλωση περιλαμβάνει υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο, κοιλιακό πόνο και πνευμονία, ενώ επίσης μπορεί να… … Dictionary of Greek