-
1 νόσος
νόσος, ἡ, ion. u. ep. νοῦσος, Krankheit; Seuche, die ein zürnender Gott schickt, νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν, Il. 1, 10; νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φϑίσϑαι, 13, 667, Ggstz des schnellen Todes, vgl. 670 u. Od. 11, 172; ἐν νούσῳ κεῖται, 5, 395; οὔτις μοι νοῠσος ἐπήλυϑε, 11, 200; ἰατῆρα ϑερμᾶν νόσων, Pind. P. 3, 66; βαρειᾶν νόσων ἀκέσματα, 5, 63; παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων, 3, 7; ἐς νόσον πεσών, wie auch wir sagen: in eine Krankheit verfallen, Aesch. Prom. 471. 476 (εἰς νόσον ἐμπίπτει, Antipho 1, 20); νόσος φρενῶν, Pers. 736, u. oft übertr. von allen Leidenschaften; Soph. vom Wahnsinn, Ai. 59, ϑεία νόσος, 185, ἐμβαλοῦσα λυσσώδη νόσον, 447; von der Liebe, Tr. 445. 491 u. öfter bei Eur.; – ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη, Her. 1, 22; ἐκφυγὼν τὴν νοῦσον, ib. 25; ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα, Plat. Rep. X, 609 c; τῆς μεγίστης νόσου ἀνοίας πληρωϑεῖσα αὑτῆς τὴν διάνοιαν, Legg. III, 691 c, die Sucht, von heftiger Begierde, Theaet. 169 b u. ähnliche Stellen zeigen, wie geläufig die Uebertragung auf geistige Uebel war; er sagt auch τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως, Prot. 322 d, u. vrbdt κάμνειν ἐν νόσοις, Phil. 45 a, wie κάμνειν τὰς νόσους, Rep. III, 408 e; Xen. u. Folgde überall.
-
2 νόσος
νόσος, ἡ, Krankheit; Seuche, die ein zürnender Gott schickt; νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φϑίσϑαι, Ggstz des schnellen Todes; ἐς νόσον πεσών, wie auch wir sagen: in eine Krankheit verfallen; νόσος φρενῶν, u. oft übertr. von allen Leidenschaften; vom Wahnsinn, ϑεία νόσος; von der Liebe; τῆς μεγίστης νόσου ἀνοίας πληρωϑεῖσα αὑτῆς τὴν διάνοιαν, die Sucht (von heftiger Begierde); Übertragung auf geistige Übel -
3 παυσί-νοσος
παυσί-νοσος, Krankheit stillend oder heilend, ἄκεσις, Ep. ad. (App. 234).
-
4 παλίν-νοσος
παλίν-νοσος, wieder krank werdend, Sp.
-
5 πολύ-νοσος
πολύ-νοσος, vielen Krankheiten ausgesetzt; Strab. XV; Schol. Lycophr. 156.
-
6 νευρό-νοσος
νευρό-νοσος, an den Sehnen krank, Maneth. 4, 501.
-
7 ἀκεσί-νοσος
ἀκεσί-νοσος, Krankheit heilend, Sp.
-
8 ἄ-νοσος
ἄ-νοσος, ohne Krankheit, v. Personen, Plat. Phaed. 111 b; übertr., κόσμος Tim. 33 a; Plut. de cduc. 9 λόγον οὐκ ἄνοσον μόνον ἀλλὰ καὶ εὔρωστον εἶναι δεῖ; Thuc. 2, 49 ἔτος ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσϑενείας, das Jahr war frei von andern Krankheiten; allgemein, Eur. ἄνοσος κακῶν l. A. 982; unschädlich, ϑεοῠ λοιβή Ion. 1216; gesund, von Oertern. – Adv. ἀνόσως, s. ἄνουσος.
-
9 ἐπί-νοσος
-
10 ὑπό-νοσος
-
11 μαραίνω
μαραίνω, aor. att. ἐμάρανα, auch H. h. Merc. 140; ἐμαρήνατο, Epigr. Iac. Anth. pal. III p. 967; perf. pass. μεμάρασμαι, Luc. Anach. 25 u. Plut. Is. et Os. 80, auch μεμάραμμαι, Pomp. 31, – eigtl. das Brennende auslöschen, ersticken, ἀνϑρακιήν, H. h. Merc. 140, pass. = allmälig zu brennen aufhören, vom Feuer. das allmälig zusammensinkt u. erlischt, φλὸξ ἐμαράνϑη, Il. 9, 212, πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο, 23, 228; bes. von Krankheiten, ausdörren, aufreiben, verzehren, von der Fieberhitze hergenommen, νόσος μαραίνει με, Aesch. Prom. 600 (vgl. μαραίνεται νόσῳ, Eur. Alc. 201. 236); auch μάραινε δευτέροις διώγμασιν, vernichte ihn, Eum. 134; pass. allmälig verzehrt werden, hinschwinden, βρίζει γὰρ αἷμα καὶ μαραίνεται χερός, 270; πάνϑ' ὁ μέγας χρόνος μαραίνει, die Zeit vernichtet Alles, im Ggstz von φλέγω, Soph. Ai. 700; ὄψεις μαρᾶναι, die Augen auslöschen, blenden, O. R. 1328; auch πίνος πλευρὰν μαραίνων, O. C. 1260; sp. D., ὦ γῆρας, τί ποϑ' ὕστερον – ποιήσεις, ὅτε νῦν ὧδε μαραινόμεϑα Philodem. 12 (XI, 30); von der Lampe, Flacc. 3 (V, 5). – In Prosa im eigentlichen Sinne vom Flusse, μαραίνεσϑαι, austrocknen, Her. 2, 24; μαραινόμενα ἐξηφανίζετο Plat. Polit. 270 e; τὸ σῶμα οὐκ ἐμαραίνετο Thuc. 2, 49; σώματα μεμαρασμένα, Luc. Anach. 25; häufiger übertr., ἆρα ἀδικία φϑείρει τὴν ψυχὴν καὶ μαραίνει; Plat. Rep. X, 609 d; τὸ κάλλος ἐμάρανε ἡ νόσος, Isocr. 1, 6; oft bei Plut., ἀκμὴ μαραίνεται, ῥώμη, δύναμις, Fab. 2 Marc. 24 Nic. 13 Pomp. 49; πνεῦμα, läßt nach, Pyrrh. 15.
-
12 νοσέω
νοσέω, krank sein, kranken; νόσῳ, an einer Krankheit, Aesch. Prom. 384; übertr., ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι, 378; σὺ γὰρ νοσεῖς τόδ' ἄλγος ἐκ ϑείας τύχης, Soph. Phil. 1310; νοσεῖ μὲν νόσον ἀργίαν, 173; auch γῆς οὕτω νοσούσης, O. R. 636; vom Wahnsinn, ϑολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας, Ai. 207; u. von Leidenschaften, von der Liebe, Trach. 541, von der Trauer, O. R. 60. 1061; u. vom Unglück, νοσεῖ πόλις, Ant. 1015, vgl. O. C. 604. 770; oft bei Eur., im eigentlichen und im übertragenen Sinne, νοσεῖ τὰ τῶν ϑεῶν Troad. 27, λόγος νοσῶν ἐν αὑτῷ Phoen. 475; νόσον νοσεῖν, Ar. Av. 31; νόσος ἐν τῇ πόλει ἐντετοκυῖα, Vesp. 651; νοῦσον μεγάλην νοσέων, Her. 3, 33, öfter; auch ἡ Μίλητος νοσήσασα, vom Aufruhr leidend, 5, 28; Ggstz von ὑγιαίνω, Plat. Gorg. 495 e; τὸ ὑγιὲς καὶ τὸ νοσοῠν, Conv. 186 b; eben so, wie νόσος, auf geistige u. sittliche Fehler, bes. auf Leidenschaften angewandt, νοσοῠσαν καὶ ἄφρονα ψυχήν Tim. 86 d, νοσοῠντα καὶ ἐρωτικῶς διατιϑέμενα Conv. 207 b. Auch von heftigen Erschütterungen eines Staates, bes. durch innere Zwistigkeiten, ἐνόσησε τὰ Ὀδρυσῶν πράγματα, Xen. An. 7, 2, 32; Dem. vrbdt νοσοὖσι καὶ στασιάζουσιν ἐν ἑαυτοῖς, 9, 12, vgl. 2, 14, wo Bekker es ausgelassen hat; ἀπόλωλε καὶ νενόσηκεν ἡ Ἑλλάς, 9, 39; Plut. Thes. 12 u. öfter D. Hal.; aufrührerisch sein, Pol. 38, 2, 7.
-
13 πεντε-σύριγγος
πεντε-σύριγγος, = πεντασύριγγος; ξύλον, Ar. Equ. 1044, ein Strafwerkzeug von Holz mit fünf Löchern, durch welche nach dem Schol. die beiden Füße, die Arme u. der Hals gesteckt wurden; Polyeuct. bei Arist. rhet. 3, 10 νόσος πεντεσύριγγος, von einem paralytischen Menschen.
-
14 πλευρῖτις
-
15 πονηρία
πονηρία, ἡ, schlechte od. böse Sinnesart, u. überh. schlechter Zustand, schlechte Beschaffenheit; Soph. frg. 663; Eur. Cycl. 641; Ar. Thesm. 868; ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα, Plat. Rep. X, 609 c, vgl. Phil. 45 e; πονηρίᾳ καὶ ἀϑλιότητι τῆς πόλεως, Rep. IX, 575 c; Ggstz von ἀρετή, Theaet. 176 b, wie Xen. Cyr. 2, 2, 24; εἰς τὴν πονηρίαν τρέπεσϑαι, d. i. schlechter werden, 7, 5, 75; implur., Dem. 21, 19; Folgde.
-
16 πολυ-γονέω
πολυ-γονέω, viel erzeugen, pass., πολυγονεῖται ἡ νόσος, Luc. Nigr. 38.
-
17 πολύ-χεσος
πολύ-χεσος, den Durchfall habend, νόσος, der Durchfall, Suid. aus einem Dichter.
-
18 σπερχνός
σπερχνός, schnell, eilig, hastig; βέλος, Hes. Scut. 454; ἄγγελος, Aesch. Spt. 267; – heftig, ὀδύνη ὀξεῖα καὶ σπερχνή, Hippocr., wie νοσος, πυρετός. – Bei Hesych. auch durch σπερχνοποιός erkl., beschleunigend, antreibend.
-
19 στροβέω
στροβέω, auch στρομβέω u. στρομβόω, einen Kreisel drehen, im Kreise herumdrehen, herumtreiben, und übertr., beunruhigen, τίνες σὲ δόξαι στροβοῠσιν; Aesch. Ch. 1052, vgl. Ag. 1189; οἵοισιν ἐν χειμῶσι στροβούμεϑα, Ch. 201; στρόβει, Ar. Equ. 385, wie Vesp. 1528; πάντα τρόπον τε σαυτὸν στρόβει πυκνώσας, Nubb. 692; στροβήσεται ὄμματα, Ran. 816, er wird seine Augen rollen; u. in späterer Prosa häufiger, νόσος λοιμώδης ἐστροβησε τὴν Ῥώμην, Plut. Num. 13; u. pass., ἐστροβεῖτο νύκτωρ καὶ μεϑ' ἡμέραν περὶ το ύτων διανοούμενος, Pol. 24, 8, 13.
-
20 συν-αιρέω
συν-αιρέω (s. αἱρέω), 1) zusammennehmen, -fassen; χλαῖναν μεν συνελων καὶ κωεα, Od. 20, 95; εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον, Plat. Phaedr. 249 b; dah. zusammenziehen, verkürzen, συνελόντι εἰπεῖν, um es kurz zu sagen, Is. 4, 22, wie Xen. An. 3, 1, 38, ξυνελὼν λέγω, Thuc. 2, 41. 6, 80 u. oft; μᾶλλον ἔτι συνῄρηται ὁ περίβολος τῆς πόλεως, Pol. 10, 11, 4. – 2) mit hinwegreißen, zerstören, vernichten; ἀμφοτέρας δ' ὀφρῦς σύνελεν λίϑος, ll. 16, 740, Soph. Tr. 884, in Gemeinschaft mit Einem erobern, Σύβαριν, Her. 5, 44. 45, u. Folgde; τὸ διάστημα συνῄρητο, der Zwischenraum war zurückgelegt, Plut. Lys. 11. – Uebh. ergreifen, erfassen, einnehmen, πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος, Thuc. 2, 51, τὸν Σιτάλκην οἱ Ἀϑηναῖοι ξύμμα χον ἐπ οιήσαντο βουλόμενοι σφίσι τὰ ἐπὶ Θρᾴκης χωρία καὶ Περδίκκαν ξυνελεῖν αὐτόν, 2, 29.
См. также в других словарях:
νόσος — sickness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek
νόσος — η ασθένεια, αρρώστια, λοιμός, επιδημία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπάζεντοφ-Φλαϊάνι, νόσος των- — Νόσος του θυρεοειδούς αδένα, που πήρε το όνομά της από τους επιστήμονες που πρώτοι την περιέγραψαν. Ο Ιταλός Φλαϊάνι ανακοίνωσε το 1802 την πρώτη κλινική περίπτωση· ο Γερμανός Καρλ φον Μπάζεντοφ το 1840 συμπλήρωσε την περιγραφή του συνδρόμου στο… … Dictionary of Greek
Λιτλ, νόσος του- — Νόσος που προσβάλλει το νευρικό σύστημα του νεογνού. Έλαβε την ονομασία της από τον Άγγλο γιατρό Γουίλιαμ Λιτλ (William Little, 1810 1894). Χαρακτηρίζεται από σπαστικότητα (μερικές ομάδες μυών μένουν σταθερά συσπασμένες) και παράλυση κυρίως των… … Dictionary of Greek
λεπτοσπείρωση ή νόσος του Βάιλ — Λοιμώδης νόσος οφειλόμενη στο βακτηρίδιο σπειροχαίτη, συχνό παράσιτο των αρουραίων, το οποίο εκκρίνεται στα ούρα τους μολύνοντας τα νερά. Η νόσος προσβάλλει τα ζώα και περιστασιακά τον άνθρωπο, αν έρθει σε επαφή με το βακτηρίδιο. Η κλινική εικόνα … Dictionary of Greek
λέπρα ή νόσος του Χάνσεν — Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841 1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της… … Dictionary of Greek
Μπίργκερ, νόσος του- — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που αναγνώρισε και περιέγραψε ο Λέο Μπίργκερ (1879 1943). Ονομάζεται επίσης αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα και αυτός ο όρος δείχνει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα ανατομο παθολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου, που… … Dictionary of Greek
άνθρακας ή νόσος του άνθρακα — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο βακτηρίδιο ή βάκιλο του ά., μικρόβιο που παράγει σπόρους ανθεκτικότατους στους φυσικούς και χημικούς παράγοντες. Προσβάλλει συνήθως πρόβατα, χοίρους, βοοειδή και άλογα, και γι’ αυτό μπορεί να… … Dictionary of Greek
έκτη νόσος — Μολυσματική νόσος, που χαρακτηρίζεται από εξάνθημα και πυρετό και η οποία εκδηλώνεται σε βρέφη 6 μηνών έως 2 ετών και, σπανιότερα, σε βρέφη 2 μηνών και παιδιά 13 έως 14 ετών. Διαρκεί έως τέσσερις ημέρες … Dictionary of Greek
λεγεωνάριων, νόσος — Λοιμώδης νόσος που προκαλείται από το βακτηρίδιο Legionella pneumophila, το οποίο μπορεί να μολύνει το νερό ή τα συστήματα κλιματισμού. Η κλινική εκδήλωση περιλαμβάνει υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο, κοιλιακό πόνο και πνευμονία, ενώ επίσης μπορεί να… … Dictionary of Greek