Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

νυμφό-ληπτος

См. также в других словарях:

  • πυρίληπτος — ον, Α αυτός που άρπαξε, που πήρε φωτιά («πυρίληπτα πεδία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. ερωτό ληπτος, νυμφό ληπτος] …   Dictionary of Greek

  • φρενόληπτος — η, ο / φρενόληπτος, ον, ΝΜΑ φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νυμφό ληπτος, φοιβό ληπτος] …   Dictionary of Greek

  • φοιβόληπτος — η, ο / φοιβόληπτος, ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, ον, Α νεοελλ. αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευση αρχ. αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + ληπτος (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»