Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νηνεμίη

См. также в других словарях:

  • νηνεμίη — νηνεμία stillness in the air fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηνεμίῃ — νηνεμία stillness in the air fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηνεμία — η (Α νηνεμία και ιων. τ. νηνεμίη) [νήνεμος] έλλειψη ανέμου, καιρική κατάσταση κατά την οποία δεν πνέει κανένας άνεμος, άπνοια, μπουνάτσα («μὴ ἐν νηνεμίᾳ ἀλλ ἐν μεγάλαῳ τινὶ πνεύματι», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. ψυχική ηρεμία, γαλήνη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»