-
1 νηνεμια
ион. νηνεμίη ἥ (тж. ν. ἀνέμων Plat.) безветрие(γαλήνη νηνεμίη Hom.; νηνεμίαι τε καὴ γαλῆναι Plat.; ν. καὴ γαλήνη Plut.)
νηνεμίης Hom. — в часы безветрия
См. также в других словарях:
νηνεμίη — νηνεμία stillness in the air fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίῃ — νηνεμία stillness in the air fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμία — η (Α νηνεμία και ιων. τ. νηνεμίη) [νήνεμος] έλλειψη ανέμου, καιρική κατάσταση κατά την οποία δεν πνέει κανένας άνεμος, άπνοια, μπουνάτσα («μὴ ἐν νηνεμίᾳ ἀλλ ἐν μεγάλαῳ τινὶ πνεύματι», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. ψυχική ηρεμία, γαλήνη … Dictionary of Greek