Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ναυπηγίας

См. также в других словарях:

  • ναυπηγίας — ναυπηγίᾱς , ναυπηγία shipbuilding fem acc pl ναυπηγίᾱς , ναυπηγία shipbuilding fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχιναυπηγός — ο 1. ο επικεφαλής των ναυπηγών 2. βαθμός και θέση στο πολεμικό ναυτικό και στη βιομηχανία της ναυπηγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + ναυπηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Νάπολη — (Napoli). Πόλη (993.386 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Καμπανίας. Είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της χώρας μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο, η Ν. αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη του Νότου. Η θέση της είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»