Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ναστός

См. также в других словарях:

  • ναστός — close pressed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναστός — ή, ὁ (ΑΜ ναστός, ή, όν) [νάσσω] 1. αυτός που έγινε με ισχυρή συμπίεση, πυκνά συμπιεσμένος, σφιχτός, πατικωμένος 2. αυτός που αποτελείται από την ίδια ύλη, από συμπιεσμένη μάζα, συμπαγής, στερεός, ο χωρίς κενό (μσν. αρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ναστόν …   Dictionary of Greek

  • ναστά — ναστός close pressed neut nom/voc/acc pl ναστά̱ , ναστός close pressed fem nom/voc/acc dual ναστά̱ , ναστός close pressed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναστόν — ναστός close pressed masc acc sg ναστός close pressed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναστοτέρου — ναστός close pressed masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναστοί — ναστός close pressed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναστοῦ — ναστός close pressed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναστούς — ναστός close pressed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναστῆς — ναστός close pressed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναστή — ναστός close pressed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναστήν — ναστός close pressed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»