Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὐθώρηξ

См. также в других словарях:

  • ευθώρηξ — εὐθώρηξ, ό (ΑΜ εὐθώραξ) μσν. με ωραίο θώρακα, ευρύστερνος αρχ. αυτός που φοράει ασφαλή θώρακα, ο καλά θωρακισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θώρηξ, ιων. τ. τού θώραξ] …   Dictionary of Greek

  • εὐθώρηκα — εὐθώρηξ well mailed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθώρηκας — εὐθώρηξ well mailed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθώρηκες — εὐθώρηξ well mailed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθώρηκι — εὐθώρηξ well mailed masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθώρηκος — εὐθώρηξ well mailed masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»