-
1 εὐθώρηξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθώρηξ
-
2 ευθώρηκα
-
3 εὐθώρηκα
-
4 ευθώρηκας
-
5 εὐθώρηκας
-
6 ευθώρηκες
-
7 εὐθώρηκες
-
8 ευθώρηκι
-
9 εὐθώρηκι
-
10 ευθώρηκος
-
11 εὐθώρηκος
См. также в других словарях:
ευθώρηξ — εὐθώρηξ, ό (ΑΜ εὐθώραξ) μσν. με ωραίο θώρακα, ευρύστερνος αρχ. αυτός που φοράει ασφαλή θώρακα, ο καλά θωρακισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θώρηξ, ιων. τ. τού θώραξ] … Dictionary of Greek
εὐθώρηκα — εὐθώρηξ well mailed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθώρηκας — εὐθώρηξ well mailed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθώρηκες — εὐθώρηξ well mailed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθώρηκι — εὐθώρηξ well mailed masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθώρηκος — εὐθώρηξ well mailed masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)