-
1 προσσφίγγω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσσφίγγω
См. также в других словарях:
προσσφίγγω — Α σφίγγω κάτι πολύ δυνατά … Dictionary of Greek
1 προσσφίγγω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσσφίγγω
προσσφίγγω — Α σφίγγω κάτι πολύ δυνατά … Dictionary of Greek