-
61 μηριαῖος
A of or belonging to the thigh,μυελός Hippiatr. 12
; ὀστᾶ Sch.Il.1.40: Subst., αἱ μ. the thighs, of the horse, X.Eq. 11.4; of the dog, Id.Cyn.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηριαῖος
-
62 νεαρός
A youthful,παῖδες Il.2.289
, cf. Pi.P.10.25, etc.; τὸ ἦθος νεαρός, opp. νέος τὴν ἡλικίαν, Arist.EN 1095a7; youths,A.
Ag. 359, 1504 (both anap.);ν. ἥβη Ar.Fr. 467
; = νεαλής, ν. στρατός Hdn.3.7.5;τὸ ν.
youthful spirit,X.
Cyr.1.4.3;λόγος ν. καὶ θεατρικός Plu.2.802e
;σχηματισμοὶ πολὺ τὸ ν. ἔχοντες D.H.Comp.23
.2 of things, new, ;νεαρὰ ἐξευρεῖν Pi.N.8.20
; fresh,μυελός A.Ag.76
(anap.);σώματα X. Cyn.9.10
; ν. δέλεαρ, opp. σαπρόν, Arist.HA 534b4; ; ν. τυρός, ὄστρεα, Dsc.2.71, Ath.1.7d;- ώτεροι κλῶνες Gal.12.283
;καππάρεως ὅτι -ωτάτης PCair.Zen. 488
(iii B.C.).4 αἱ νεαραί (sc. διατάξεις ) title of the novellae of Justinian;ἡ θεία καὶ ν. διάταξις PGrenf.1.62.13
(vi A.D.). -
63 πολυμύελος
πολυ-μύελος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμύελος
-
64 σφονδυλίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφονδυλίων
-
65 ψοΐτης
-
66 ἀναΐσσω
A start up,μὴ πρὶν ἀναΐξειαν Ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν Il.4.114
; ὅτε δὴ.. ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς whenever he rose to speak, 3.216; of a spring, gush forth, 22.148: so in later Poets, μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων springing fresh within the breast, A.Ag.77 cj. Herm., cf. Pers.96 cj. Brunck;ὀρθοὶ ἀνῇξαν πάντες E.Hel. 1600
; βωμὸς ἀνᾴσσων an altar rising up, Pi.O.13.107.—Rare in Prose,ἀναΐσσει νόσημα Hp.Prog.19
; ἀνᾴξας, of a hare, X.Cyn.6.17.2 c. acc., ἀναΐξας.. ἅρμα καὶ ἵππους having leapt upon it, Il.24.440.3 [voice] Act., cause to start up,ἀνήϊξεν δὲ φέβεσθαι Opp.C.1.107
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναΐσσω
-
67 ἄκρος
A v. ἀκή A) at the farthest point or end, hence either topmost, outermost, or inmost.1 highest, topmost,ἀκροτάτῃ κορυφῇ Il.1.499
, al.; ἐν πόλει ἄκρῃ, = ἐν ἀκροπόλει, Il.6.88, cf. 257;ἄκρῳ Ὀλύμπῳ 13.523
;ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ 14.352
; λάψοντες.. μέλαν ὕδωρ ἄκρον at its surface, 16.162; ἄκρον ῥινόν surface of skin, Od.22.278; ἐπ' ἄκρων ὀρέων o mountain tops, S.OT 1106: [comp] Sup.ἀκρότατος, ὔσδος Sapph.93.2
; ὀρόφοισι Orac. ap. Hdt.7.140.2 outermost, πεδίον ἐπ' ἄκρον to the farthest edge of the plain, S.Ant. 1197; κατ' ἄκρας σπιλάδος from the surface of a stone, Id.Tr. 678; esp. of extremities of body, ἄ. χείρ, πόδες, ὦμος, end of hand, ends of feet, tip of shoulder, Il.5.336, 16.640, 17.599;ἄκρων χειρῶν καὶ ποδῶν Hdt.1.119
, cf. Th.2.49, Pl.La. 183b, Ti. 76e; but τὸ ἄ. τῆς χειρός, τοῦ ποδός, thumb, great toe, LXX Ex.29.20, Le.18.22;γλῶσσαν ἄκραν S.Aj. 238
; πίτυν ἄκρας τῆς κόμης καθέλκων by the top of the crown, Cratin. 296:—ἐπ' ἄκρων [δακτύλων] on tiptoe, S.Aj. 1230, ubi v. Sch.; comically, ἐπ' ἄκρων πυγιδίων on tip-tail, Ar.Ach. 638; ;παρ' ἄκρας τρίχας Or. 128
;ἀκροτάτοις χείλεσι Epigr.Gr. 547.8
:— οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενός not from the outside of the heart, i.e. from the in mostheart, A.Ag. 805, cf. E.Hec. 242; ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις with mere edges of sail, i.e. under close-reejed sails, Id.Med. 524, cf. Ar.Ra. 999.b Geom., of the extremity of a line,ἡ ἐπ' ἄκραν τὴν ἀποληφθεῖσαν ἀγομένη Apollon.
Perg.Con. 4.8: Math., of extremes in a proportion, Pl.Ti. 36a, etc.; εἰς ἄκρον καὶ μέσον λόγον τέμνειν cut in extremeand mean ratio, Euc.6.30, cf.5 Def.17.c in Tactics, ἄκροι, οἱ, flank men, Ascl.Tact.1.3, cf. 7.6.II of Time, ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ on the edge of evening. i.e. at nightfall, Pi.P. 11.10, cf.ἄκρῃ νυκτί Arat.775
; ἄκρου τοῦ ἔαρος at beginning of spring, IPE12.352.29 (Cherson., ii B. C.); but usu. denoting completeness, ἄκρου τοῦ θέρεος at mid-summer, Hp.Aph.3.18;χειμῶνος ἄκρω Theoc. 11.37
; ἄκρας νυκτός at dead of night, S.Aj. 285.III of Degree, highest in its kind, consummate,1 of persons, Hdt. 5.112, 6.122;τοξότης ἄ. A.Ag. 628
; θεσφάτων γνώμων ἄ. ib. 1130; ;ἰατροί Phld.Lib.p.67
O.;οἱ πάντῃ ἄ., οἱ ἀκρότατοι Pl.Tht. 148c
; of any extremes, opp.τὰ μεταξύ, τοῖς ἄ. τὰ ἄ. ἀποδιδόναι Id.R. 478e
, cf. Phd. 90a; of classes in a state, Arist.Pol. 1296b39: in moral sense, both good and bad,ἐπιδικάζονται οἱ ἄ. τῆς μέσης χώρας Id.EN 1107b31
; αἱ ἄ. [διαθέσεις] ib. 1108b14, cf.ἄκρον 11.1
:—c. acc. modi, ψυχὴν οὐκ ἄ. not strong of mind, Hdt.5.124;ἄ. τὰ πολέμια 7.111
; ἄ. ὀργήν quick to anger, passionate, 1.73; : c.gen.,οἱ ἄ. τῆς ποιήσεως Pl.Tht. 152e
;ἄ. εἰς φιλοσοφίαν R. 499c
;περὶ ὁπλομαχίαν Lg. 833e
.2 of things, highest, extreme,συμφορά Alex. 222.4
(cj. Dobree);νηστεία Diph.54
: [comp] Sup., Pl.Phlb. 45a.IV as Subst., v. ἄκρα, ἄκρον.V neut. as Adv., on the top or surface,ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος Il.20.229
;ἄκρα δ' ἐπ' αὐτᾶς βαθμῖδος AP7.428.3
(Mel.).2 reg. Adv. ἄκρως, ἀνεστάλθαι to be turned up at the point, Hp.Mochl.24.b utterly, perfectly, Pl.R. 543a, Hegesand. 4;μόνος ἄκρως Euphro 1.5
; σχῆμα ἄ. στρογγύλον absolutely round, Hero *Deff.76. -
68 ἐκπάλλω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπάλλω
-
69 ἐλαφογενές
ἐλᾰφο-γενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαφογενές
-
70 ὀστίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀστίτης
-
71 ῥάχις
2 spine or backbone,σύγκειται ἡ ῥ. ἐκ σφονδύλων, τείνει δ' ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μέχρι πρὸς τὰ ἰσχία Arist.HA 516a11
, cf. PA 654b12, al.; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες impaled, A. Eu. 190, cf. S.Fr.20, E.Cyc. 643; μυελὸς κοίλης ῥάχεως Archel. ap. Antig.Mir.89, cf. Pl.Ti. 77d, 91a.1 ridge of a hill or mountain, Hdt.3.54, 7.216, IG42(1).71.14 (Epid., iii B.C.), Plb.3.101.2, D.H.5.44, Str.3.2.3 (pl.); ἂν ῥάχιν along the ridge, GDI5075.69 (Crete, i B.C.); so Archil.21 like ned Thasos to an ὄνου ῥάχις.2 ῥ. ῥινός bridge of the nose, Poll.2.79, Ruf.Onom.35.3 ῥ. φύλλου mid-rib of a leaf, Thphr.HP3.7.5, al. -
72 ῥαχίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥαχίτης
-
73 μῦελόεις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μῦελόεις
-
74 ἀμύελος
-
75 ἐγκέφαλος
-
76 ἐκπάλλω
ἐκ-πάλλω, herausschwingen; μυελὸς ἔκπαλτο σφονδυλίων, spritzte aus den Rückenwirbeln -
77 ἐννωτιαῖος
ἐν-νωτιαῖος, α, ον, im Rücken befindlich, μυελός, Rückenmark -
78 ἰσόπρεσβυς
ἰσό-πρεσβυς, νεαρὸς μυελός, dem Alten, einem Greise gleich -
79 νωτιαῖος
-
80 πολυμύελος
πολυ-μύελος, von od. mit vielem Marke
См. также в других словарях:
μυελός — marrow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek
μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… … Dictionary of Greek
μυελός — ο ουσία που εμπεριέχεται στα οστά, το μεδούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νωτιαίος μυελός — Στοιχείο του κεντρικού νευρικού συστήματος. Βλ. λ. μυελός οστών … Dictionary of Greek
προμήκης μυελός — Η συνέχεια προς τα επάνω του νωτιαίου μυελού. (Bλ. νευρικό κεντρικό σύστημα) … Dictionary of Greek
μυελοῖς — μυελός marrow masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελούς — μυελός marrow masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελῶ — μυελός marrow masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελῶν — μυελός marrow masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελῷ — μυελός marrow masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)