Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μῖλος

См. также в других словарях:

  • μῖλος — yew fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αναφέρεται και με το όνομα Μίλης. Καταγόταν από την Περσία και ήταν στρατηγός. Αργότερα έγινε χριστιανός και χειροτονήθηκε επίσκοπος της Τελέπολης. Επειδή διώχθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, πήγε… …   Dictionary of Greek

  • Μίλος Οβρένοβιτς — Βλ. λ. Ομπρένοβιτς …   Dictionary of Greek

  • Κομπίλοβιτς, Μίλος — (14ος αι.). Σέρβος αγωνιστής. Μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389), που οδήγησε στη συντριβή των Σέρβων, κατόρθωσε με πονηριά να πλησιάσει τον νικητή Μουράτ A’ και να τον δολοφονήσει. Μετά τον φόνο έσπευσε να απομακρυνθεί, αλλά τον πρόλαβαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Ματσόουρεκ, Μίλος — (Milos Macourek, Κρόμεριτς 1926 – Πράγα 2002). Τσέχος μουσικός, συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου,. Σπούδασε μουσική και θέατρο, ωστόσο άσκησε διάφορα επαγγέλματα, εργάτης, μηχανικός θεάτρου, επιμελητής εκδόσεων και… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Ομπρένοβιτς — Σερβική δυναστεία η οποία εναλλασσόταν στην εξουσία με τη δυναστεία των Καραγιώργεβιτς, μέσα από συνωμοσίες και αιματηρές συγκρούσεις. Ιδρυτής της ήταν ο Μίλος (1784 1860), φτωχός εργάτης που απέκτησε σημαντική περιουσία μετά τον θάνατο (1810)… …   Dictionary of Greek

  • Kommilitone — ist eine im deutschen Sprachraum übliche Bezeichnung von Studenten für ihre Studienkollegen, also die Mitstudenten oder Studiengenossen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft 2 Bedeutungserweiterung 3 Heutige Bedeutung 4 …   Deutsch Wikipedia

  • Kommilitonin — Kommilitone ist eine in Deutschland übliche Bezeichnung von Studenten für ihre Studienkollegen, also den Mitstudenten oder Studiengenossen. Inhaltsverzeichnis 1 Ursprüngliche Herkunft 2 Bedeutungserweiterung 3 Heutige Bedeutung 4 Siehe auch 5 …   Deutsch Wikipedia

  • Μιχαήλ Ομπρένοβιτς — (1823 – 1868). Ηγεμόνας της Σερβίας (1839 42 και 1860 68), νεώτερος γιος του Μίλος. Διαδέχτηκε τον αδελφό του Μίλαν μετά τον θάνατό του (1839), αλλά αντιμετωπίζοντας την έντονη αντίδραση των κομμάτων αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα του (1842).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»