-
1 μίλος
-
2 μῖλος
-
3 μῖλος
-
4 μῖλος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μῖλος
-
5 μίλω
μί̱λω, μῖλοςyew: fem nom /voc /acc dualμί̱λω, μῖλοςyew: fem gen sg (doric aeolic)——————μί̱λῳ, μῖλοςyew: fem dat sg -
6 σμῖλαξ
Grammatical information: f. (m.)Meaning: `Taxus baccata, common yew tree', also name of an ivy-like weed and a leguminous plant (Att., hell.), in Arcadia name of an oak, `Quercus ilex' (Thphr.);Other forms: OAtt. μῖλαξ, - ακος; also μῖλος (Cratin., Thphr.), σμῖλος (Call., Nic., Dsc.) m. `taxus'.Dialectal forms: Myc. mira₂ has been connected as *(σ)μῑλία, materail of which a table is made.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: With ( σ)μῖλαξ: ( σ)μῖλος cf. οἶσαξ: οἶσος, ὀρόβαξ: ὄροβος. No etymology. Against relation with σμίλη (Prellwitz, Bq and Hofmann Et. Wb. as uncertain hypothesis) speak esp. the OAtt. forms μῖλαξ and μῖλος. - The variation proves a Pre-Greek word (Furnée 390).Page in Frisk: 2,749Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σμῖλαξ
-
7 μιλ(λ)ός
Grammatical information: adj.Meaning: βραδύς, χαῦνος H; cf. ἀργός μιλός, βραδύς and νωχέλεια.... μιλότης (- ώτις cod.) H; νωχελής ὁ μιλός, βραδύς, ἄχρηστος Η.Derivatives: PN Μίλων (inscr.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained; cf. Latte Glotta 34, 191 f. Chantr. adduces 2. μῖλαξ. The variation λ\/λλ points to a Pre-Greek word. Fur. 226, 317 compares πτίλος `who has an eye-disease whereby the (eye-)lashes fall out'; not fully convincingPage in Frisk: 2,237Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μιλ(λ)ός
-
8 μίλων
μί̱λων, μῖλοςyew: fem gen pl -
9 εὐρυθέμειλος
εὐρῠ-θέμειλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρυθέμειλος
-
10 πολυμάσχαλος
A with many side-branches, [ἡμερίς], μίλος, Thphr.HP3.8.4, 3.10.2, cf. 3.12.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμάσχαλος
-
11 σμῖλαξ
III σμ. κηπαία, kidneybean, Phaseolus vulgaris, Dsc.2.146.IV bindweed, μῖλαξ in Thphr.HP1.10.6, Plin.HN24.83,σμῖλαξ Thphr.HP3.18.11
, 7.8.1; μ. τραχεῖα rough bindweed, Smilax aspera, Dsc.4.142; σμ. τραχεῖα Ps.-Dsc.4.142; μ. λεία great bindweed, Convolvulus sepium, Dsc.4.143; σμ. λεία Ps.-Dsc.4.143.—The σμῖλαξ or μῖλαξ of Trag. and Com. is prob. Smilax aspera (No. IV), cf. E.Ba. 108 (lyr.), 703, Ar.Nu. 1007;σμ. ἡ πολύφυλλος Eup.14.3
, cf. Ar.Av. 216 (anap.). -
12 σμῖλος
-
13 μῖλαξ 1
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μῖλαξ 1
См. также в других словарях:
μῖλος — yew fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αναφέρεται και με το όνομα Μίλης. Καταγόταν από την Περσία και ήταν στρατηγός. Αργότερα έγινε χριστιανός και χειροτονήθηκε επίσκοπος της Τελέπολης. Επειδή διώχθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, πήγε… … Dictionary of Greek
Μίλος Οβρένοβιτς — Βλ. λ. Ομπρένοβιτς … Dictionary of Greek
Κομπίλοβιτς, Μίλος — (14ος αι.). Σέρβος αγωνιστής. Μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389), που οδήγησε στη συντριβή των Σέρβων, κατόρθωσε με πονηριά να πλησιάσει τον νικητή Μουράτ A’ και να τον δολοφονήσει. Μετά τον φόνο έσπευσε να απομακρυνθεί, αλλά τον πρόλαβαν οι… … Dictionary of Greek
Ματσόουρεκ, Μίλος — (Milos Macourek, Κρόμεριτς 1926 – Πράγα 2002). Τσέχος μουσικός, συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου,. Σπούδασε μουσική και θέατρο, ωστόσο άσκησε διάφορα επαγγέλματα, εργάτης, μηχανικός θεάτρου, επιμελητής εκδόσεων και… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Ομπρένοβιτς — Σερβική δυναστεία η οποία εναλλασσόταν στην εξουσία με τη δυναστεία των Καραγιώργεβιτς, μέσα από συνωμοσίες και αιματηρές συγκρούσεις. Ιδρυτής της ήταν ο Μίλος (1784 1860), φτωχός εργάτης που απέκτησε σημαντική περιουσία μετά τον θάνατο (1810)… … Dictionary of Greek
Kommilitone — ist eine im deutschen Sprachraum übliche Bezeichnung von Studenten für ihre Studienkollegen, also die Mitstudenten oder Studiengenossen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft 2 Bedeutungserweiterung 3 Heutige Bedeutung 4 … Deutsch Wikipedia
Kommilitonin — Kommilitone ist eine in Deutschland übliche Bezeichnung von Studenten für ihre Studienkollegen, also den Mitstudenten oder Studiengenossen. Inhaltsverzeichnis 1 Ursprüngliche Herkunft 2 Bedeutungserweiterung 3 Heutige Bedeutung 4 Siehe auch 5 … Deutsch Wikipedia
Μιχαήλ Ομπρένοβιτς — (1823 – 1868). Ηγεμόνας της Σερβίας (1839 42 και 1860 68), νεώτερος γιος του Μίλος. Διαδέχτηκε τον αδελφό του Μίλαν μετά τον θάνατό του (1839), αλλά αντιμετωπίζοντας την έντονη αντίδραση των κομμάτων αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα του (1842).… … Dictionary of Greek