-
61 ὁμοῦ
ὁμοῦ, an demselben Orte (von ὁμός, dem ποῦ entsprechend); μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευϑε τιϑήμεναι ὀστέα, ἀλλ' ὁμοῠ, Il. 23, 84; ὁμοῠ δ' ἔχον ὠκέας ἵππους, 11, 127; oft werden dadurch zwei schon durch καί verbundene Substantiva noch enger verknüpft, zusammt, zugleich, εἰ δὴ ὁμοῠ πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιούς 1, 61, ὁμοῠ γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα 4, 122, αἶγας ὁμοῠ καὶ ὄϊς 11, 245, vergleiche 17, 362. 745, öfter, ἐπήγαγε λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν Hes. O. 243, wo überall sich ein Verbum auf mehrere Substantiva bezieht; ἄμφω ὁμοῠ, Od. 12, 424. So auch Tragg.: οἴκτειρε ϑῆλυν ἄρσενός ϑ' ὁμοῦ γόνον, Aesch. Ch. 495; Ag. 1124; ἔν τ' ὀδύναις ὁμοῦ λιμῷ τ' οἰκτρός, Soph. Phil. 185; auch ὁμοῦ μὲν – ὁμοῠ δέ, O. R. 4; in Prosa, ἄνδρας ὁμοῠ καὶ ἵππους, Xen. Cyr. 3, 3, 64. – C. dat., zusammen, zugleichmit; κεῖσϑαι ὁμοῦ νεκύεσσι, zusammt, zwischen den Todten, Il. 15, 118, od. gleich wie die Todten; ὁμοῦ νεφέεσσι, 5, 867; ὅσσαι μοι ὁμοῠ τράφεν, Od. 4, 723, vgl. 15, 365; οἰμωγὴ δ' ὁμοῠ κωκ ύμασιν κατεῖχε ἅλα, Aesch. Pers. 426; u. eigtl. vom Orte, τῇδ' ὁμοῦ ναίειν πόλει, Soph. O. C. 949; ὁμ οῦ δὲ πάντες ἀναμεμιγμένοι, El. 705; τοῖς ἐμοῖς πλευροῖς ὁμοῦ κλιϑεῖσαν, Trach. 1225; Phil. 1218; ὁμοῦ μιγέντος σιδήρου ἀργύρῳ, Plat. Rep. VIII, 547 a; – zugleich, auf einmal; παρῆν ὁμοῦ κλύειν πολλὴν βοήν, Aesch. Pers. 393; χρόνος καϑαιρεῖ πάντα γηράσκων ὁμοῠ, Eum. 276. – Dah. nach Erkl. der Alten = ἐγγύς, καὶ μὴν ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ, Soph. Ant. 1165; vgl. Ar. Equ. 245 Pax 505; εἶναι πάνυ ὁμοῦ, Xen. Cyr. 6, 3, 7, vgl. 3, 1, 2; Plat. Theag. 129 d; ὁμοῠ δὲ τῷ τίκτειν παρεγένεϑ' ἡ κόρη, Men. beim Schol. Ap. Rh. 2, 121; ὁμοῠ τῷ ϑανάτῳ ἰόντας, Ael. H. A. 4, 36. – Selten bei Verbis der Bewegung, = ὁμόσε, nach der bei den Griechen nicht seltenen Verwechslung dieser Ortsbezeichnungen, οὔπ οτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ, Soph. O. R. 1007; ὁμοῠ γίγνεσϑαι, Ar. Thesm. 572; πάντων ὁμ οῦ ὄντων, als sie sich vereinigt hatten, zusammen waren, Xen. An. 7, 1, 28; auch vom feindlichen Zusammentreffen, πρὶν δὲ ὁμοῦ εἶναι τοὺς πολλοὺς ἀλλήλοις, συμμιγνύουσιν οἱ κατὰ τὰ ἄκρα, 4, 6, 24. – Ὁμοῠ τι, beinahe, fast, u. bei einem Zahlenbegriff ungefähr, beinahe, gegen, Plut. Them. 7 Alc. 13 Cic. 16 u. a. Sp., wie Ael. H. A. 5, 10. 16, 11; vgl. Dem. 25, 51. – Ὁμοῦ καί; ἄνδρας ὁμοῦ καὶ ἵππους ἐφόνε υον, Xen. Cyr. 3, 3, 64; dah. bei Sp. = aeque ac.
-
62 ἄμεινον
ἄμεινον (entst. aus ἈΜΕΝΊΩΝ) compar. zu ἀγαϑός, tüchtiger, besser, von Sachen zwechdienlicher, von Personen bes. muthiger, kräftiger; Hom. z. B. Iliad. 2, 239 Ἀχιλῆα, ἕο μέγ' ἀμείνονα φῶτα, 4, 400 εἷο χέρηα μάχῃ, ἀγορῇ δέ τ' ἀμείνω, 15, 139 τοῦ γε βίην καὶ χεῖρας ἀμείνων, 641 τοῦ γένετ' ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων παντοίας ἀρετἀς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσϑαι, 23, 315 μήτι τοι δρυτὀμος μέγ' ἀμείνων ἠὲ βίηφιν, Od. 2, 180 ταῠτα δ' ἐγὼ σέο πολλὸν ἀμείνων μαντεύεσϑαι, 7, 51 ϑαρσαλέος γὰρ ἀνηρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων ἔργοισιν τελέϑει, Iliad. 10, 556 ἀμείνονας ἠέ περ οἵδε ἵππους, 12, 232 ἄλλον μῦϑον ἀμείνονα τοῠδε, Od. 14, 466 ἔπος ὅ πέρ τ' ἄρρητον ἄμεινον, 7, 310 ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα, Iliad. 1, 274 ἐπεὶ πείϑεσϑαι ἄμεινον, 116 εἰ τό γ' ἄμεινον, 217 ἃς γὰρ ἄμεινον; Iliad. 24, 52 οὐ μήν οἱ τό γε κάλλιον οὐδέ τ' ἄμεινον, homerisch der compar. statt des posit.; Od. 1, 376. 2, 141 ὕμιν δοκέει τόδε λωίτερον καὶ ἄμεινον ἔμμεναι, 5, 364 ἐπεὶ οὐ μέν τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον, – οἱ ἀμείνονες, im Ggstz des πλῆϑος, die Angesehenen, die Aristokraten, optimates, Plat. Legg. I, 627 a; ἐξ ἀμείνονος πατρός Eur. El. 338; ἀμείνω μοί ἐστι ταῠτα οὕτω ποιεόμενα, es ist besser für mich, daß dies so geschieht, Her. 1, 37, u. so Sp.; ἄμεινον πράττειν, sich besser befinden, Isocr. 5, 132; – ἀμεινότερος bildete Mimnerm. nach Phrynich.; – ἀμεινόνως Ar. in B. A. 78.
-
63 ὄμνῡμι
ὄμνῡμι, fut. ὀμοῦμαι, selten ὀμόσω, Strat. 43 (XII, 201), Plut. Cic. 23, ὀμόσομαι, Philop. 11, lakonisch ὀμιώμεϑα, Ar. Lys. 183, aor. ὤμοσα, perf. ὀμώμοκα, pass. ὀμώμοσμαι, ὀμώμοσται, Eur. Rhes. 816, Arist. rhet. 1, 15, auch ὀμώμοται, Aesch. Ag. 1251; Ar. Lys. 1007; Dem. 20, 159; ὀμώμονται Andoc. 1, 98, ὀμωμοσμένος Dem. 22, 4 u. Arist. a. a. O., aor. ὠμόσϑην Xen. Hell. 7, 4, 10, gew. ὠμόϑην, Isae. 2, 40; – schwören, sowohl absol., ὤμνυε δ' ὡς ἐκέλευε, ϑεοὺς δ' ὀνόμηνεν ἅπαντας, Il. 14, 278, als auch ὅρκον, den Eid schwören, ὀανυέτω δέ τοι ὅρκον, 19, 175 u. öfter, wie Pind. Ol. 6, 20; ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ, Il. 3, 279, wer einen Meineid schwören sollte; Hes. O. 284 Th. 232; aber auch ταῦτα δ' ἐγὼν ἐϑέλω ὀμόσσαι, das will ich beschwören, Il. 19, 187. – Daher pass.; ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ ϑεῶν μέγας, Aesch. Ag. 1257; ὅρκο υς ὀμνὺς ψευδεῖς, Plat. Legg. XI, 917 a; auch τὰς σπονδάς, Thuc. 5, 47; ὅρκοι ὀμοσϑήσονται, Andoc. 3, 34; – πρός τινα, wie wir sagen »Einem Etwas zuschwören«, Od. 14, 331. 19, 288; – mit dem accus. des Gottes, bei dem man schwört, Ἔννοσίγαιον ὄμνυϑι, Il. 23, 585, νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ, 14, 271; so ὄμνυσι δ' αἰχμήν, Aesch. Spt. 511; ὄμνυ Διός νυν κάρα, Soph. Trach. 1175; σεμνὴν Ἄρτεμιν, Eur. Hipp. 713, öfter; auch pass., Ζεὺς ὀμώμοσται πατήρ, ist beim Schwur angerufen, Rhes. 816; ὄμνυμι ϑεῶν πίστεις, Thuc. 5, 30; μηδένα ϑεῶν, Isocr. 1, 23, bei keinem der Götter schwören, keinen im Schwur anrufen; – τινί, Einem schwören, ὀμώμοκα γὰρ αὐτῷ, Plat. Charm. 157 c; πάντες τούτοις ὤμοσαν βοηϑήσειν, Legg. III, 683 d; Xen., der auch ὀμνύοντες sagt, Conv. 4, 10; ὤμνυε κατ' ἐξωλείας μηδὲν εἰρηκέναι, Dem. 21, 119 (s. ἐξώλεια); auch κατὰ τῶν παίδων ὀμνύς, 54, 40, u. καϑ' ἱερῶν ὀμνύναι (s. unter κατά I, 4), wie noch Luc. sagt κατὰ τῆς Πολιάδος ὤμοσα μὴ εἰληφέναι, Conviv. 32. – Die Worte des Schwures werden häufig mit ἦ μήν eingeleitet, s. diese Partikeln. – Ueber den inf. aor. statt fut. s. Lob. zu Phryn. 750. – S. noch ὀμόω. – Wahrscheinlich mit ὁμός zusammenhangend, durch einen Eid verbinden, verpflichten.
-
64 ὅμως
ὅμως, eigtl., wie unser gleichwohl, ein Wort mit dem Vorigen, dennoch, dessenungeachtet; ὅμως δ' οὐ λήϑετο χάρμης, Il. 12, 393, dennoch nicht; ἀλλ' ὅμως, κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῠ φϑόνος, μὴ παρίει καλά, Pind. P. 1, 85, öfter; ὅμως δὲ φεῠγε, Aesch. Eum. 74, öfter; ὅμως δὲ τλῆϑι, Soph. Phil. 473; πόλιν εἰ καὶ μὴ βλέπεις, φρονεῖς δ' ὅμως, οἵᾳ νόσῳ ξύνεστιν, O. R. 302; ὅμως καὶ ξεινίους σφι ἐόντας, Her. 5, 63; πάνυ μὲν οὐκ ἤϑελεν ὅμως δὲ ἠναγκάσϑη ὁμολογῆσαι, Plat. Prot. 338 e, öfter. – Bes. ist das Nachsetzen des Wortes zu merken, λέξον καταστάς, κεἰ στένεις κακοῖς ὅμως, Aesch. Pers. 287, μέμνησ' Ὀρέστου, κεἰ ϑυραῖος ἔσϑ' ὅμως, Ch. 113, vgl. Spt. 694 Pers. 826; ὡς εὐμαϑές σου κἂν ἄποπτος ᾖς ὅμως, φώνημ' ἀκούω, Soph. Ai. 15, vgl. O. C. 961; bes. bei Participien, κλῠϑί μου νοσῶν ὅμως, Tr. 1105, d. i. καίπερ νοσῶν, ὅμως κλῦϑι; vgl. ὑφ' ὧν ἐγὼ ταχϑεὶς τάδ' ἔρδω καὶ τύραννος ὢν ὅμως, O. C. 755; Xen. An. 1, 8, 23. 3, 1, 10; οἱ μὲν πρῶτοι ὅμως τρόπῳ τινὶ ἐστρατοπεδεύσαντο, 2, 2, 17, wozu man aus dem Vorigen ergänzen muß, »obwohl Alles geplündert war«; zu welcher Stelle Krüger Her. 1, 83 Thuc. 5, 61. 6, 70 Plut. Pericl. 34 vergleicht; γιγνώσκοντες, ὅτι πονηρά ἐστιν, ὅμως αὐτὰ πράττειν, Plat. Prot. 353 c; auch dem Participium voranstehend, Rep. VI, 445 d. – Verstärkt ὅμως γε μήν, ὅμως γε μέντοι, Ar. Nub. 621 Ran. 61 u. öfter, wie Plat. Polit. 297 d Crit. 54 d.
-
65 ἌΩ [3]
ἌΩ, sättigen, aor. κύνας ἆσαι Il. 24, 2 ll; αἵματος ἆσαι Ἄρηα, mit Blut den Ares sättigen, Il. 5, 289; ἐπεί κ' – ἵππο υς δρόμου ἄσῃ, wenn er die Nosse gesättigt haben wird, 18, 281; ἄσαιμι 9, 489; fut. ἄσειν κύνας 11, 818; – sich sättigen, praes. ἄμεναι Il. 21, 70; aor. λιλαιόμενα χροὸς ἆσαι 11, 574; γόοι ο μὲν ἔστι καὶ ἆσαι 23, 157; med, μή με πρὶν σίτοιο κελεύετε μηδὲ ποτῆτος ἄσασϑαι φίλον ἦτορ Iliad. 19, 307; άσεσϑε κλαυϑμοῖο 24, 717, ihr werdet euch ausweinen; Hes. Sc. 101, praes. mit kurzem α, ἦ μὴν καὶ κρατερός περ ἐὼν ἄαται πολέμ οιο, sättigt sich. – Man rechnet hierher auch die Form ἑῶμεν Iliad. 19, 40,: ἐπεί χ' ἑῶμεν πολέμοιο, sobald ich mich am Kriege »gesättigt haben werde«, plur. Homerisch für den sing.; Scholl. Aristonic. (nicht Herodian.) zu der Stelle ὅτι δασυντέον τὸ ἑῶμεν· ἔστι γὰρ ἄδην ἔχωμεν, κορεσϑῶμεν; vgl. Scholl. Didym. Iliad. 13, 315; Apoll. Lex. Homer. p. 80, 28 ἑῶμεν κορεσϑῶμεν; Buttmann Lexil. 2, 130 ff.
-
66 ἐπι-τηδές
ἐπι-τηδές, att. ἐπίτηδες, dor. ἐπίτᾱδες, Theocr. 7, 42 (ein adj. ἐπιτηδής kommt nicht vor, u. auch das adv. ἐπιτηδέως ist regelmäßig vom ion. ἐπιτήδεος abgeleitet; nach Buttm. Lexil. I p. 46 von ἐπὶ τάδε, dazu?); – 1) soviel dazu gehört, hinreichend, hinlänglich, ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν, soviel Ruderer zur Fahrt gehören, hinreichende, Il. 1, 142; μνηστήρων σ' ἐπιτηδὲς ἀριστῆες λοχόωσιν, die ersten der Freier lauern dir in hinlänglicher Zahl oder Stärke auf, Od. 15, 28, in welcher Stelle Eust. ἐπιτηδές = ἐπιτηδεῖς erkl.; richtiger würde auch hier ἐπίτηδες geschrieben, vgl. Hdn. π. μον. λ. 47, 4. – 2) sorgfältig, mit Vorbedacht, absichtlich, auch gekünstelt, verstellt, ἦ μὴν ἐρεῖν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ μὴ 'πίτηδες μηδὲν ἀλλ' ὅσον φρονῶ Eur. I. T. 476; ἐπίτηδες πηδάλιον εἶχον, vorsichtig hatte ich es mit, oder gerade dazu, Ar. Pax 142; vgl. Equ. 893. 1131. 1180; Her. 3, 130. 7, 44; τοὺς Μεσσηνίους πρώτους ὁ Δημοσϑένης ἐπ. προὔταξεν Thuc. 3, 112; Plat. Crit. 43 b Lach. 183 c; Lys. 1, 11. 22, 9 u. A.; auch Plut.
-
67 ἐράω
ἐράω, praes. u. impf. = ἔραμαι, wo der aor. u. das fut. angegeben sind, lieben, liebhaben, begehren, meist von leidenschaftlicher, sinnlicher Geschlechtsliebe, ἄνδρες ἐρῶντες Pind. Ol. 1, 80, der sonst, wie Hom., nur ἔραμαι hat, was zu vgl.; τῶν δὲ καλῶν οὔτι σὺ μοῠνος ἐρᾷς Theogn. 696; ἔρα τῆς γυναικός Her. 9, 108; ἐάν τίς του τύχῃ ἐρῶν ἢ ἄῤῥενος ἢ ϑηλείας Plat. Rep. V, 468 c; καὶ ἐπιϑυμεῖν Conv. 200 a; ὁ ἐρώμενος, der Geliebte, Phaedr. 239 a u. öfter, Xen. u. Folgde, wie ἡ ἐρωμένη, die Geliebte. – Es ist stärker als φιλέω, wie Xen. sagt ὥςτε οὐ μόνον φιλοῖο ἂν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ' ἀνϑρώπων, Hier. 11, 11; vgl. Plut. Brut. 29 Βροῠτον δι' ἀρετὴν φιλεῖσϑαι μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν, ἐρᾶσϑαι δὲ ὑπὸ τῶν φίλων; Apollon. de constr. p. 292, 1 sagt συνετοῦ μέν ἐστι καὶ ἀγαϑοῦ τὸ φιλεῖν, καϑάπερ καὶ πατέρες παῖδας φιλοῦσιν, οὐ μὴν συνετοῦ τὸ ἐρᾶν (vgl. amare), vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 10; – Plat. vrbdí οὐδὲ ἤρα οὐδὲ ἐφίλει Lys. 222 a; ἐρᾶν ἔρωτα Eur. Hipp. 31, vgl. 337; οὗτός ἐστιν ὁ Ἄρως, ὃν οἱ φαῠλοι τῶν ἀνϑρώπων ἐρῶσιν Plat. Conv. 181 b; Luc. Scyth. u. a. Sp.; τοσοῠτον ἔρωτα ἐρῶσιν ὠχροῠ καὶ βαρέος κτήματος Luc. Char. 11; – lieben in weiterer Bedeutung, Luft u. Gefallen an Etwas haben, begehren, ϑάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ Aesch. frg. 147; μάχης Spt. 374; ἀμηχάνων, nach Unmöglichem trachtest du, Soph. Ant. 90; c. int., ὅς ϑανεῖν ἐρᾷ 220; τῆς σῆς οὐκ ἐρῶ τιμῆς τυχεῖν El. 356; ταλαιπώρων πραγμάτων Ar. Av. 135; κενούμενος ἐρᾷ πληροῠσϑαι Plat. Phil. 34 a; μαϑήματος Rep. VI, 485 b; φρονήσεως Phaed. 68 a; ἐρῶντες ἀνασώσασϑαι τὴν πατρῴαν δόξαν Xen. Hell. 7, 5, 16. – Das med. ἐράομαι, = ἔραμαι, findet sich Sapph. frg. 59; ἐρᾶται Theocr. 2, 149; so auch ἐράασϑε für ἐρᾶσϑε Il. 16, 208 zu erkl.
-
68 ἐφ-ολκός
ἐφ-ολκός ( ἕλκω), 1) nachgeschleppt, wie die ἐφολκίς, Ar. Vesp. 268, οὐ μὴν πρὸ τοῦ γ' ἐφολκὸς ἦν, ἀλλὰ πρῶτος ἡμῶν ἡγεῖτο, er ließ sich nicht ins Schlepptau nehmen; übertr., μὴ πρόλεσχος μηδ' ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ, schleppend u. weitläuftig, Aesch. Suppl. 197. – 2) akt., an sich ziehend, anlockend, reizend, ἐφολκὰ καὶ οὐ τὰ ὄντα λέγειν Thuc. 4, 108; bei Sp. τὸ ἐφ., = δέλεαρ, Lockspeise, im eigtl. Sinne u. übertr., Ael. V. H. 8, 12 H. A. 7, 10 u. A.
-
69 ἐφ-ίστημι
ἐφ-ίστημι (s. ἵστημι), – 1) act., – a) darauf-, darübersetzen, -stellen; πύργοις νιν ἐπέστησ' αὖϑις Eur. Phoen. 1177; ξύλινον τεῖχος τῷ ἑαυτῶν τείχει Thuc. 2, 75; χελώνην ἐπὶ τῇ φρεατίᾳ Xen. Hell. 3, 1, 7; πύργους καὶ πύλας ἐπὶ τῶν γεφυρῶι Plat. Critia. 116 a. Bes. Einen als Wächter, Aufseher, Vorsteher über Etwas setzen, τὸν πάντ' ὁρῶντα φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ Aesch. Suppl. 299; μάντις μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει Ag. 1175; φύλακάς τινι ἐπιστήσει Plat. Legg. I, 632 c; δεσπότας καὶ ἄρχοντας Lys. 208 d; στρατηγὸν στρατοπέδῳ Alc. I, 122 b; λοχαγόν Xen. An. 3, 4, 21; τοῖς παισὶ διδασκάλους Aesch. 1, 187; Sp., die auch ἐφ' ὧν ἐπέστησε τὸν ἀδελφόν verbinden, Pol. 2, 65, 9, wie Xen. Lac. 2, 1 ἐπ' αὐτοῖς παιδαγωγούς. – Es tritt auch ein inf. dazu, den Zweck anzudeuten, ἐπέστησαν τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν ἐπιμελεῖσϑαι τῆς εὐκοσμίας, sie setzten den Rath ein, für den Anstand Sorge zu tragen, Isocr. 7, 37; κύνα ἐπὶ ποίμνην – φυλάττειν Dem. 26, 22; vgl. Arist. pol. 3, 16. – Andere Vrbdgn sind τῷ βίῳ μοῖραν πρέπουσαν, Plat. Rep. VI, 498 c, wie ἀνάγκην τινί, die Nothwendigkeit auferlegen, D. Hal. 1, 16, womit man vgl. λοιμικήν τινα πολέμου διάϑεσιν πᾶσι Γαλάταις Pol. 2, 20, 7; κατάπληξίν τινι, D. Sic. 14, 62, Bestürzung verursachen; φόβον, Strab. 4, 6, 3. – b) daneben, da beistellen; ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα ἱππέας, Reiter am Grabmal im Kreise aufstellen, Her. 4, 72; ὅρους ἐπιστῆσαι χιλίων δραχμῶν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Dem. 41, 6 (vgl. ὅρος); ἐπὶ δὲ τούτοις ἐπέστησαν τὰς ἱππηγούς Pol. 1, 26, 14; ἡ τύχη ἐπιστήσασα Ῥωμαίους, herbeiführen, 2, 20, 7. – Bes. übertr., τὴν γνώμην, den Geist, die Ueberlegung auf Etwas richten, es in Betracht ziehen, Isocr. 9, 69; τὸν νοῦν, D. Sic. 12, 1; u. ohne den Zusatz, Arist. Eth. 6, 12, 8 Polit. 7, 16 u. öfter; auch ἐπιστῆσαι τὰς ὄψεις ἐπὶ τὰ σχήματα Pol. 10, 47, 8; ἐπιστῆσαι τῷ πολέμῳ, ἐπὶ τὸν πόλεμον, 1, 14, 1. 65, 5 u. öfter; ἐπιμελέστερον ἐπιστῆσαι περί τινος, 6, 26, 12. – Aber auch τινά, Einen aufmerksam, stutzig machen, Plut. öfter, z. B. Tib. Gracch. 17; ἐπί τι, Pol. 4, 34, 9; ἐπὶ τί ἂν μᾶλλον ὁ συγγραφεὺς ἐπιστήσαι τοὺς ἀκούοντας 2, 61, 11. – c) fest stellen; ἀγῶνα, Kampfspiele einsetzen, Her. 1, 67; τινί, zu Jemandes Ehren, 6, 38; στράτευμα, das Heer Halt machen lassen, Xen. Cyr. 4, 2, 18 An. 2, 4, 25; τὴν πορείαν, den Marsch einstellen, Plut. Cim. 1; τὴν βεβουλευμένην ὁδόν D. Sic. 17, 112; τὴν δύναμιν, τὴν ὁρμήν, Pol. 8, 31, 3. 16, 34, 2 u. öfter; absolut, ἐπιστήσας, sc. τὸν ἵππον, anhaltend, Xen. An. 1, 8, 15. Auch τὴν διήγησιν, abbrechen, Pol. 7, 12, 1; D. Hal.; mit u. ohne γνώμην = seine Meinung zurückhalten, Anstand nehmen, zögern, App. Mithrid. 15 u. a. Sp., περί τινος, in Zweifel über Etwas sein. – 21 med. nebst perf., plusqpf. u. aor. II act. – a) sich darüber, darauf stellen, darauftreten, 609; ἐπέστη βηλῷ ἐπὶ λιϑέῳ, er trat auf die Schwelle, 23, 201; πετρίνοις ἐπιστὰς βάϑροις Eur. El. 706; Xen. Equ. 4, 3; ἐπεὶ δ' ἐπὶ τὰς τελευταίας σχεδίας ἐπέστησαν Pol. 3, 46, 8; übh. sich auf der Oberfläche, auf Etwas befinden, Hippocr.; τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος, was oben auf der Milch schwimmt, Her. 4, 2. – Auch = simplex, οὗ νῦν ἀνδριὰς αὐτοῦ ἐφέστηκε ξιφήρης Plut. Cat. min. 72. – Uebertr., als Wächter, Aufseher, Befehlshaber worüber gesetzt sein, einer Sache vorstehen, ἄνδρα δημότην μηδὲν δικαιοῦν τῶν ἐφεστώτων κλύειν Soph. Ai. 1072; προβατίοις ἐφεστάναι Ar. Vesp. 955; αἱ ἐπὶ τούτων ἐφεστηκυῖαι ἀρχαί Plat. Rep. V, 460 b; ἐπειδάν τις ὑμῖν μὴ ἐφεστήκῃ Conv. 174 b; πειϑαρχεῖν τοῖς ἐφεστηκόσι Xen. Mem. 3, 5, 19, wie οἱ ἐπεστεῶτες Her. 2, 148. 7, 117; οἱ ἐπὶ τῆς πολιτείας ἐφεστηκότες Dem. 19, 298; Sp.; – c. gen., ὅ σοι ϑεοῦ χρημάτων ἐφέστασαν Eur. Andr. 1099; – μόχϑοι ἐφεστῶτες, auferlegt, Soph. Tr. 1160. – b) daneben, dabei stehen, herzutreten; πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν, dicht an einander, Il. 13, 133; im feindlichen Sinne, 15, 703, vgl. 5, 624; ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ 12, 199; ϑύρῃσιν ἐφέστατο 11, 644; Od. 1, 120; παννυχίη γάρ μοι Πατροκλῆος ψυχὴ ἐφεστήκει Il. 23, 106; bevorstehen, νῦν δ' ἔμπης γὰρ κῆρες ἐφεστᾶσιν ϑανάτοιο 12, 326; οὐ μὴν ἀκόμπα στός γ' ἐφίσταται πύλαις Aesch. Spt. 520, mit Prahlen naht er den Thoren feindlich; τὼ δ' ἐφέστατον πέλας Soph. El. 1392; οἷοι νῦν ἐφεστᾶσι σκοποί Ai. 925; τίνες ἐφεστᾶσι δόμοις Eur. Phoen. 284; ἧς ἐφέστηκας πύλας Suppl. 1009; in Prosa, ἐπεὶ ἐπὶ τῇ πόλι ἐπέστησαν, zu der Stadt gekommen waren, Her. 4, 203; οἱ ἐπεστεῶτες, die Dabeistehenden, 1, 59. 4, 84; ἐπέστησαν τοῖς βουλευταῖς Thuc. 8, 69; ὁ ἀντίδικος ἐφέστηκε, steht dabei, Plat. Theaet. 172 e; ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαϑοῦ προϑύροις ἐφεστάναι Phil. 64 c; c. acc., ἐπιστῆναι ἐπὶ τὰς ϑύρας, hinzutreten, Conv. 212 d; vgl. noch πρὶν ἂν τέλος ἐπιστήσηται καλόν Legg. VII, 802 a; εἰς τοὺς ὄχλους, unter die Menge treten, Isocr. 18, 9; Δημοσϑένης ἐπέστη τῶν ἄλλων κατήγορος, trat als Ankläger auf, Aesch. 3, 79; mit der Nebenbedeutung des Plötzlichen, wie ἐξαίφνης ἐπιστὰς τοῖς γιγνομένοις Isocr. 8, 41; ἐφίσταται αὐτοῖς Ἥφαιστος, überrascht sie, Luc. D. D. 17, 1; so bes. von Erscheinungen der Götter, der Träume u. ä., πρίν μοι τύχη τοιάδ' ἐπέστη, ehe mich ein solches Geschick traf, Soph. O. R. 777; εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Her. 1, 34, oft; ὡς ἂν ἕκασται αἱ μεταβολαὶ τῶν ξυντυχιῶν ἐφιστῶνται Thuc. 3, 82. – c) an Etwasgehen, an eine Arbeit, aufmerksam sein auf Etwas; σφαγῇ Eur. Andr. 548; ἐπὶ ταῦτα ἐπέστην Dem. 18, 60; bei Isocr. 10, 29 ist ἐπιστὰς ἐπὶ τὰ Θησέως ἔργα καὶ λέγειν ἀρξάμενος περὶ αὐτῶν verbunden; ἐπὶ τὸν τόπον, an den Punkt gekommen sein, Pol. 4, 40, 1; τοῖς καιροῖς 3, 118, 11. – d) stehen bleiben; κἀγὼ ἐπιστὰς περιέμεινα, ich blieb stehen u. wartete, Plat. Conv. 172 a; ἐφιστάμενος Xen. An. 2, 4, 26, Halt machend; Pol. 1, 46, 11; μικρὸν ἐπιστὰς ἀποϑνήσκει, kurz darauf stirbt er, Luc.; – auch τοῦ πλοῦ, in der Fahrt innehalten, Thuc. 2, 91.
-
70 ἐμαυτοῦ
ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς, ion. ἐμεωυτοῠ, reflexives Pronomen der ersten Person, meiner selbst, meiner; nur sing. gen., dat., acc. masc. u. fem.; den nom. ἐμαυτός bildete ein com. zum Scherz, nach Apoll. pron. 404 b. Bei Hom. noch getrennt, καὶ μαχόμην κατ' ἔμ' αὐτὸν ἐγώ Il. 1, 271. Bei Her. u. den Attikern in Sätzen, wo ich das subj. ist, stets alle Beziehungen auf das subj. auszudrücken, oft ohne besonderen Nachdruck; ἐμαυτῆς δύςφορον λέξω βίον Aesch. Ag. 833; φράσαι ϑέλω τοι πρῶτα τἀμαυτοῠ Soph. Ant. 238.; ὡς ἐμαυτῷ ϑρέμμα ϑρεψαί. μην ἐγώ O. R. 1143; ὅπως ἐμαυτὴν κλαύσω Ant. 1116; ἀκούω χρῆσϑαι – τὸν ὁμώνυμον ἐμαυτῷ Dem. 3, 21. Vgl. ἑαυτοῦ; ἐν ἐμαυτῷ, s. ἐν.
-
71 ἐμ-βόλιμος
ἐμ-βόλιμος, eingeschaltet; μήν Her. 1, 32. 2, 4 u. Sp., wie Plut. Num. 18 D. Sic. 1, 50; ἡμέρα D. Cass. 48, 33. – Untergeschoben, Hesych. ἔπη; – παῖδες Eupol. bei Schol. Ar. Nub. 1001, scheint in ἐκβόλιμοι zu ändern.
-
72 ἐάω
ἐάω, impf. εἴων, aor. εἴασα, ion. auch ἔασα, perf. εἴακα, Dem. 43, 78, poet. auch εἰάω, Il. 4, 55 Od. 21, 260; Ap. Rh. 1, 873. 4, 409; εἴασκον, Il. 5, 802; ἐασόμενος ist pass Thuc. 1, 142, wie Eur. I. A. 331; – lassen; – 1) zulassen, geschehen lassen; αἴ κεν ἐᾷ πρόφρων με Διὸς ϑυγάτηρ – αὐτόν τε ζώειν Od. 13, 359. So Her. 6, 108 u. oft bei Attikern, theils absolut, theils mit acc. c. inf.; auch so, daß εἶναι zu fehlen scheint, αὐτονόμους ἐᾶν πολίτας Xen. Hell. 3, 1, 17, öfter, mit εἶναι, 6, 4, 2. Mit der Negation ( οὐκ ἐᾶν) bedeutet es nicht bloß: nicht zulassen, τρεῖν μ' οὐκ ἐᾷ Παλλάς Il. 6, 256, vgl. Od. 21, 233, sondern: abhalten, verhindern, verbieten, οὐκ εἰῶ διαπέρσαι Il. 4, 55; κἂν μηδεὶς ἐᾷ, auch wenn es Alle verhindern, Soph. Ai. 1184; οὐκ ἐάσει τοῦτό γ' ἡ δίκη σε, das wird dir das Recht nicht gestatten, Ant. 538; ἀνώγει δὲ τὠυτὸ αἰεὶ (ὁ νόμος) οὐκ ἐῶν φεύγειν, ἀλλὰ μένοντας ἐπικρατέειν (sc. κελεύων) Her. 7, 104; u. so im Ggstz von κελεύω Thuc. 2, 21, Plat. u. Folgde. Bes. vom Gesetze, Aesch. 3, 21. 176. Dah. im pass., οὐκ ἐᾶσϑαι, verhindert, abgehalten werden, Eur. I. A. 1344; οὐ μὴν εἰάϑησαν Isocr. 4, 97; οὐκ ἐώμενοι Dem. 2, 16; οὐδὲ μελετῆσαι ἐασόμενοι Thuc. 1, 142, fut. med. in pass. Bdtg. – 2) gehen-, fahren-, sein lassen; ἔα χόλον, laß den Zorn fahren, Il. 9, 260; ἔναρα, gieb die Beute auf, 17, 13, öfter; καὶ νῠν ἔασον, μηδέ σοι μελησάτω vbdt Aesch. Prom. 332; so τούτους ἔα, laß sie gehen, kümmere dich nicht um sie, Soph. Tr. 344; vgl. Il. 24, 557. 569. 684 Od. 8, 509; φιλοσοφίαν Plat. Gorg. 484 c; u. oft Andeutung des Ueberganges zu etwas Neuem, ταῦτα, er ließ das, brach ab, Xen. An. 7, 4, 11; ὁδόν, unterlassen, 7, 3, 2; τοῖς μὲν ἐπιχειρεῖ, τὰ δὲ ἐᾷ plat. Rep. II, 361 a; auch περὶ ᾀσμάτων ἐάσωμεν Prot. 347 a; περὶ οὗ ὁ λόγος ἐστίν Charmid. 166 c, u. öfter; mit Stillschweigen übergehen, Dem. 21, 15, wie Plat. Legg. IX, 854 c σιγῇ hinzufügt; ἐαϑέντα καὶ παροφϑέντα abdi Dem. 10, 8. Vgl. χαίρειν ἐᾶν unter χαίρω. Im Pass., ἡ δ' οὖν ἐάσϑω, sie soll in Ruhe gelassen werden, Soph. Tr. 328; einzeln steht τὴν πόλιν ἐατέον τῆς κατοικίσεως, man muß die Einrichtung unterlassen, Plat. Legg. XII, 969 c. – Soph. O. C. 368 πρὶν μὲν γὰρ αὐτοῖς ἦν ἔρως Κρέοντί τς ϑρόνους ἐᾶσϑαι μηδὲ χραίνεσϑαι πόλιν: entweder pass., daß der Thron dem Kreon überlassen werde, oder medium statt des activ. – Aehnlich c. inf., unterlassen, aufgeben; κλέψαι ἐάσομεν Il. 24, 71; ϑεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δὲ ἐάσει, sc. δοῠναι, Od 14, 444; absolut, ἀλλ' ἄγε δὴ καὶ ἔασον, laß ab, Il. 21, 221. Bei Dem. 37, 57 entspricht es dem ἀφιέναι, in Ruhe, ohne Proceß lassen; vgl. 58, 43; τὰ ἀλλότρια ἐᾶν, fremdes Gut unangetastet lassen, Xen. Ages. 11, 8. – Sp. D. brauchen α in fut. u. aor auch kurz; ἔα u. ἐᾷ bei Hom. Il. 5, 256 u. a. D. einsylbig; vgl. Soph. Ant. 95 O. R. 1451; u. so auch ἐάσουσιν mit Synizesis Od. 21, 233.
-
73 ἑκατομ-βαιών
ἑκατομ-βαιών, ῶνος, ὁ, der erste Monat im att. Jahre, der letzten Hälfte des Juli u. der ersten des August entsprechend, von der Feier der ἑκατόμβαια so genannt; Arist. H. A. 5, 11; früher Κρόνου μήν, Plut. Thes. 12; bei den Spartanern ἑκατομβεύς, Hesych.
-
74 ἔτι
ἔτι, no ch, – 1) Von der Zeit, – a) mit dem praes., noch jetzt, ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστιν Il. 5, 254; ἔτι καὶ νῦν, auch jetzt noch, 1, 455; νῦν δ' ἔτι ζεῖ Aesch. Spt. 690; Ag. 792; ἕως ἔτ' ἔμφρων εἰμί Ch. 1022; εἰ Ζεὺς ἔτι Ζεύς Soph. O. C. 629, wie εἴπερ ἴσχει Ζεὺς ἔτ' ἐξ ἐμοῦ σέβας; Eur. u. Folgde; ἔτι καὶ ἐκ τῶν παρόντων ἐλπίδα χρὴ ἔχειν, noch immer, Thuc. 7, 77; νέος ἔτι, er ist noch ein junger Mann, Plat. Phaedr. 279 a; ἔτι καὶ νυνί Conv. 215 d; ἔτι ὡραῖος ὤν Xen. An. 2, 6, 28. Mit der Negation, nicht mehr, σὺ δὲ μαίνεαι οὐκ ἔτ' ἀνεκτῶς Od. 9, 350; ὡς ἔτ' οὐκ ὤν Soph. Tr. 161; in Prosa, vgl. οὐκέτι. – b) mit praeterit. seltner, λείαν, ἥπερ δορίληπτος ἔτ' ἦν λοιπή Soph. Ai. 146, die (damals) noch übrig war; vgl. El. 800; häufiger mit der Negation, οὐδ' ἔτι δὴν ἦν, er lebte nicht lange mehr, Il. 6, 139; ϑάλασσα δ' οὐκ ἔτ' ἦν ἰδεῖν Aesch. Pers. 411; κοὐκ ἦν ἔτ' ἀργὸν οὐδέν Soph. O. C. 1601; in Prosa, ἔτι καὶ δὴ ἐμάχοντο Her. 9, 102; καὶ ἔτι μὲν ἐνεχείρησα Plat. Prot. 310 c; vgl. Xen. An. 5, 10, 15 ἔτι μὲν ἐπεχείρησεν, eine Zeitlang, noch dachte er daran; auch mit folgdm ἐπεὶ δέ, Hell. 2, 4, 11. – c) mit fut., noch ferner, fernerhin, ἄλγε' ἔδωκεν ἑκηβόλος ἠδ' ἔτι δώσει Il. 1, 96; Od. 15, 305; ἦ μὴν ἔτι Ζεὺς – ἔσται ταπεινός, dereinst noch einmal, Aesch. Prom. 909; τίς ἔτι τέρψις ἐπέσται Soph. Ai. 1194; οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι πρόςφϑεγκτος Phil. 1055; τίνι οὐν ἔτι πιστεύσομεν λόγῳ Plat. Phaed. 88 c; μέγαν ἔτι ἔσεσϑαι αὐτόν, dereinst noch, Xen. An. – 2) überdies noch, noch dazu, außerdem, ἕτερόν γ' ἔτι Od. 14, 325; οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλη ϑαλπωρή Il. 6, 411; τίν' οὖν κικλήσκω τῶνδε δαιμόνων ἔτι Aesch. Suppl. 214; τίν' οὖν ἔτ' ἄλλον – λέγεις 313; τίς ἔτ' ἄλλος Ch. 112; Soph. Phil. 647 u. A.; πρὸς τοῖςδ' ἔτι Soph. Phil. 1323, wie Ar. Nubb. 720; ἔτι δὲ καί Soph. O. R. 1345; dem πρῶτον μέν entspricht ἔτι δέ Plat. Rep. I, 352 a; πρὸς δ' ἔτι Xen. An. 3, 2, 2; das einfache ἔτι δέ, wenn schon Etwas aufgezählt ist, Cyr. 1, 2, 9; πρῶ-τον μὲν – ἔπειτα δὲ – ἔτι δέ, An. 6, 4, 13. – 3) mit dem comparat., noch, ἔτι μᾶλλον Il. 14, 97; Pind. Ol. 1, 109; καὶ τίς γένοιτ' ἂν τῆςδ' ἔτ' ἐχϑίων τύχη; Aesch. Pers. 430; Prom. 936; κἄτι τῶνδ' ἀλγίονα Soph. Ant. 64; vgl. 1266; ταῦτ' ἔτι χαλεπώτερα Plat. Polit. 298 e; auch ἔτι πρόσϑεν, noch früher, Plat. Soph. 242 d; ἔτι ἄνω, Xen. An. 7, 5, 9 [ι wird in der Arsis lang, Il. 6, 139].
-
75 ἱππο-δρόμιος
ἱππο-δρόμιος, zum Pferderennen gehörig, Sp. Auch Poseidon, der Schöpfer des Pferdes, heißt so, Pind. I. 1, 54; u. μήν, ein böotischer Monat, dem attischen Hekatombäon entsprechend, Plut. Cam. 19.
-
76 γέ
γέ, enklitische Partikel, welche das Wort, dem sie angehängt ist, durch den Ggstz zu andern hervorhebt, im Deutschen oft durch: wenigstens, ja, eben wiederzugeben, oft gar nicht zu übersetzen, sondern durch stärker betonte Aussprache des Wortes zu ersetzen. Oft hebt es bes. pronomina durch den Ggstz hervor; indem ihnen etwas anderes ausdrücklich entgeggstzt wird ἄλλη ἥδε γε; im Ggstz gegen etwas Folgendes; oder der Ggstz in Gedanken zu ergänzen. Oft dient es nur zur Wiederaufnahme des schon genannten Subjekts, dieses gleichsam sich selbst, in anderer Beziehung od. Tätigkeit, entgegensetzend, bes. in disjunktiven Sätzen; ἀλλὰ σύ γε, Aufforderung, etwas anderes zu tun; bes. im Nachsatz eines hypothetischen Satzes, εἰ πρὸς τοῦτο σιωπᾶν ἥδιόν σοι ἢ ἀποκρίνασϑαι τόδε γε εἰπέ, so erkläre dich wenigstens darüber; mit καί und zwar, das Vorhergehende näher bestimmend, παρῆσάν τινες καὶ πολλοίγε, und zwar viele; ähnl. in Antworten. Dahin gehört die bes. bei Platon häufige Zustimmungsformel καλῶς γε ποιῶν, wozu das Hauptverbum aus dem vorhergehenden Satze zu ergänzen. Auch allein, πάνυ γε, καλῶς γε, ὀρϑῶς γε, σφόδρα γε u. ä., ja wohl, ganz recht, nachdrücklich bejahend; ούδέν γε, gar nichts. Die nähere Bestimmung, oft durch nämlich, ja zu geben, zeigt sich bes. in Verbindungen wie εἴγε σὺ ἀληϑῆ λέγεις, wenn du anders wahr sprichst. In Anführungen mehrerer Dinge wird eines bes. hervorgehoben, ὥστε καὶ οἰκεῖοίμοί εἰσι καὶ υἱεῖς γε. Die Partikel γέ steht immer hinter dem hervorzuhebenden Worte; nur der Artikel u. die Präposition ziehen es an, so daß es vor dem substant. steht. Es versteht sich von selbst, daß γέ mehrmals in einem Satze vorkommen kann, wenn man nämlich in einem Satze mehrere Begriffe hervorheben will; ἄταρ γε, aber wenigstens; γὲ μήν, wenigstens doch, doch wirklich; γέ τοι, ja doch, doch wenigstens, u. andere, in denen sich γε immer auf ein besonderes Wort bezieht u. seine eigentümliche Bedeutung beibehält. -
77 γόνιμος
γόνιμος, (1) zum Zeugen geschickt, zeugungskräftig; φλέψ, Zeugungsglied; übh. fruchtbar; ποιητής, schöpferisch, genial. (2) ἔμβρυον, παιδίον, ein zur Geburt reifes Kind, vollkommen ausgewachsen. (3) ἡμέρα, μήν, ἔτος, ungerader Tag, an denen sich die Krankheiten zu entscheiden pflegen; dah. übertr., kritisch, entscheidend -
78 εἰ δ' ἄγε
εἰ δ' ἄγε, entweder zu trennen, so daß εἰ δέ dem Vorigen entgeggstzt ist, δέ also seine eigentliche Bdtg behält; εἰ δ', ἄγε μήν, πείρησαι, wenn aber (du es wirklich willst), wohlan denn, versuche es; elliptisch, etwa εἰ δὲ βούλει, ἄγε, also eine Milderung des Imperativs, wie fac sis, wenn du willst, wenn es dir gefällt, wohlan; bei mehr bittenden als gebietenden Aufforderungen gebraucht; bei Anerbietungen, Vorsätzen, welche der Hörer genehmigen soll; od. wo das Gebot wenigstens milder ausgedrückt wird -
79 ἔτι
ἔτι, (1) Von der Zeit, (a) (mit dem praes.), noch jetzt; ἔτι καὶ νῦν, auch jetzt noch; νέος ἔτι, er ist noch ein junger Mann. Mit der Negation: nicht mehr. (b) (mit praeterit.), λείαν, ἥπερ δορίληπτος ἔτ' ἦν λοιπή, die (damals) noch übrig war; häufiger mit der Negation, οὐδ' ἔτι δὴν ἦν, er lebte nicht lange mehr; ἔτι μὲν ἐπεχείρησεν, eine Zeitlang, noch dachte er daran. (c) (mit fut.), noch ferner, fernerhin; ἦ μὴν ἔτι Ζεὺς ἔσται ταπεινός, dereinst noch einmal; μέγαν ἔτι ἔσεσϑαι αὐτόν, dereinst noch. (2) überdies noch, noch dazu, außerdem; das einfache ἔτι δέ, wenn schon etwas aufgezählt ist. (3) (mit dem comparat.), noch; ἔτι πρόσϑεν, noch früher -
80 ἐφίστημι
ἐφ-ίστημι (1) act., (a) darauf-, darübersetzen, -stellen. Bes. einen als Wächter, Aufseher, Vorsteher über etwas setzen. Es tritt auch ein inf. dazu, den Zweck anzudeuten, ἐπέστησαν τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν ἐπιμελεῖσϑαι τῆς εὐκοσμίας, sie setzten den Rat ein, für den Anstand Sorge zu tragen; ἀνάγκην τινί, die Notwendigkeit auferlegen; κατάπληξίν τινι, Bestürzung verursachen. (b) daneben, dabeistellen; ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα ἱππέας, Reiter am Grabmal im Kreise aufstellen; ἡ τύχη ἐπιστήσασα Ῥωμαίους, herbeiführen. Bes. übertr., τὴν γνώμην, den Geist, die Überlegung auf etwas richten, es in Betracht ziehen. Aber auch τινά, einen aufmerksam, stutzig machen. (c) fest stellen; ἀγῶνα, Kampfspiele einsetzen; τινί, zu j-s Ehren; στράτευμα, das Heer Halt machen lassen; τὴν πορείαν, den Marsch einstellen; absolut, ἐπιστήσας, sc. τὸν ἵππον, anhaltend; τὴν διήγησιν, abbrechen; mit u. ohne γνώμην = seine Meinung zurückhalten, Anstand nehmen, zögern; περί τινος, in Zweifel über etwas sein. (2) (a) sich darüber, darauf stellen, darauftreten; ἐπέστη βηλῷ ἐπὶ λιϑέῳ, er trat auf die Schwelle; übh. sich auf der Oberfläche, auf etwas befinden; τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος, was oben auf der Milch schwimmt. Übertr., als Wächter, Aufseher, Befehlshaber worüber gesetzt sein, einer Sache vorstehen; μόχϑοι ἐφεστῶτες, auferlegt. (b) daneben, dabei stehen, herzutreten; πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν, dicht an einander; im feindlichen Sinne; bevorstehen; οὐ μὴν ἀκόμπαστός γ' ἐφίσταται πύλαις, mit Prahlen naht er den Thoren feindlich; ἐπεὶ ἐπὶ τῇ πόλι ἐπέστησαν, zu der Stadt gekommen waren; οἱ ἐπεστεῶτες, die Dabeistehenden; εἰς τοὺς ὄχλους, unter die Menge treten; Δημοσϑένης ἐπέστη τῶν ἄλλων κατήγορος, trat als Ankläger auf; mit der Nebenbedeutung des Plötzlichen; ἐφίσταται αὐτοῖς Ἥφαιστος, überrascht sie; so bes. von Erscheinungen der Götter, der Träume u. ä., πρίν μοι τύχη τοιάδ' ἐπέστη, ehe mich ein solches Geschick traf. (c) an etwas gehen, an eine Arbeit, aufmerksam sein auf etwas; ἐπὶ τὸν τόπον, an den Punkt gekommen sein. (d) stehen bleiben; κἀγὼ ἐπιστὰς περιέμεινα, ich blieb stehen u. wartete; ἐφιστάμενος, Halt machend; μικρὸν ἐπιστὰς ἀποϑνήσκει, kurz darauf stirbt er; τοῦ πλοῦ, in der Fahrt innehalten
См. также в других словарях:
μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… … Dictionary of Greek
Μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… … Dictionary of Greek
μήν — μείς Ars Prooem. masc nom/voc sg μήν Ars Prooem. indeclform (particle) μής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῆν — Μᾶ fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῆν' — Μῆναι , Μήνη moon fem nom/voc pl Μῆναι , Μηνᾶς masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῆν' — μῆναι , μαίνομαι rage aor inf act μῆναι , μαίνομαι rage aor imperat mid 2nd sg μῆνα , μαίνομαι rage aor ind act 1st sg (homeric ionic) μῆνε , μαίνομαι rage aor ind act 3rd sg (homeric ionic) μῆνα , μείς Ars Prooem. masc acc sg μῆνε , μείς Ars… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ου μην αλλά — (ΑΜ οὐ μὴν αλλά) αλλ όμως, μολονότι, προσέτι («οὐ μὴν ἀλλ ἐπέμεινεν ὁ Κῡρος... καὶ ὁ ἵππος ἐξανέστη», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. oὐ μὴν ἀλλὰ καί προσέτι, προς τούτοις, εκτός από αυτά και... («οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῡ ἐγκλήματος τούτου δῆλόν ἐστιν»,… … Dictionary of Greek
ου μην — οὐ μήν (ΑΜ, Α δωρ. και αιολ. τ. οὐ μάν) αλλ όμως όχι, οπωσδήποτε όχι («οὐ μήν οὐ δύνανται τοὺς ἐπινηχομένους λαθεῑν ἰχθύας», Αισχύλ.) αρχ. oὐ μήν... γε (συν. όταν προηγείται άρνηση) ούτε βεβαίως (« Αφροδίτης μὲν γὰρ οὔ μοι φαίνεται... οὐ μὴν… … Dictionary of Greek
και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
Τό πρᾶγμά σου ασφάλιζε καὶ τὸν γείτονά σου κλέπτην μὴν τὰν κάμης. — См. Плохо не клади, в грех не вводи … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἠράμην — ἠρά̱μην , ἀράομαι pray to imperf ind mp 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἠρά̱μην , ἀρέομαι plup ind mp 1st sg (attic) ἠ̱ράμην , αἴρω attach aor ind mid 1st sg (attic epic ionic) ἔραμαι love imperf ind mp 1st sg ἠρά̱μην , ἐράομαι love imperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)