Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δέλεαρ

См. также в других словарях:

  • δέλεαρ — bait neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλεαρ — (δελέατος), το (AM δέλεαρ) 1. το δόλωμα 2. το μέσο με το οποίο παρασύρεται κάποιος (α. «το δέλεαρ τής εύκολης επιτυχίας» β. «ἡδονήν, μέγιστον κακοῡ δέλεαρ» την ηδονή, το πιο αποτελεσματικό μέσο για το κακό). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δέλεFαρ (πρβλ. άλεFαρ,… …   Dictionary of Greek

  • δελεάτοιν — δέλεαρ bait neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελεάτων — δέλεαρ bait neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελέασι — δέλεαρ bait neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελέασιν — δέλεαρ bait neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελέασσιν — δέλεαρ bait neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελέατα — δέλεαρ bait neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελέατε — δέλεαρ bait neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελέατι — δέλεαρ bait neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελέατος — δέλεαρ bait neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»